Μεγάλες στιγμές έζησε την Πέμπτη η ελληνική Δημοκρατία καθώς θυμήθηκε ή μάλλον θύμισε σ' αυτούς που το είχαν ξεχάσει, τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή, τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ποθητή, τι είναι αυτό που το λένε αγάπη για το κρατικοδίαιτο επιχειρείν της πολιτικοποιημένης και ποδοσφαιρόφιλης διαπλοκής.
Γιατί έτσι είναι, έτσι ήταν πάντα. Και αν θες να δεις πώς ακριβώς είναι αυτό το έτσι με τα πράγματα στην Ελλάδα, έχεις το ποδόσφαιρο να στα πει όλα. Είναι ο απόλυτος καθρέφτης της. Έτσι ήταν πάντα επί οικογένειας Βαρδινογιάννη αλλά βασικά επί Κόκκαλη, Κοσκωτά, Μαρινάκη. Έτσι είναι και επί Ιβάν Σαββίδη.
Χάρη στα χρήματα και τα όπλα από την Τεχεράνη, η Χεζμπολάχ μπορεί και στέκεται τώρα όπως και το Ιράν, δίπλα στον Πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, προστατεύοντας την κυβέρνησή του. Έχει καταφέρει άλλωστε και έχει κάνει για πρώτη φορά σύμμαχό της και μία υπερδύναμη: Τη Ρωσία. Όπως το περιγράφει άλλωστε και ο Andrew Exum, ένας πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού Υπουργείου Αμύνης, «είναι δύσκολο πλέον να υπάρξει κάποια προαγωγή στις μυστικές υπηρεσίες της Συρίας ή στα αξιώματα του στρατού, χωρίς να υπάρξει προηγουμένως η έγκριση των Ιρανών αλλά και της Χεζμπολάχ.»
Εξάλλου, από την ανοικοδόμηση της Συρίας, η Χεζμπολάχ αναμένεται να κερδίσει και η ίδια πολλά χρήματα, αναφέρει αξιωματούχος του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών. Ο εμφύλιος έχει κοστίσει πάνω από 180 δις σε ζημιές, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, και η Χεζμπολάχ αναμένεται να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία την επομένη του τέλους του πολέμου.
Η δημιουργία πάντως της «Ταξιαρχίας για την Απελευθέρωση του Γκολάν» υπό την ηγεσία της Χεζμπολάχ, είναι μια ένδειξη ότι η οργάνωση ετοιμάζεται να χτυπήσει το Ισραήλ, σύμφωνα με πρώην αξιωματούχο της συμμαχίας Ιράν, Συρίας και Χεζμπολάχ. Η ίδια πηγή επισημαίνει ότι η Χεζμπολάχ «έχει εξελίξει τις παραδοσιακές και μη παραδοσιακές τεχνικές και μέσα πολέμου. Κάνουν ανταρτοπόλεμο, αλλά πλέον μπορούν να κάνουν κι έναν κανονικό.»
Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου προειδοποίησε άλλωστε τον Ντόναλτ Τραμπ τον περασμένο Φεβρουάριο, ότι η Χεζμπολάχ έχει πλέον την ικανότητα να απειλεί και πολεμικά πλοία των ΗΠΑ που βρίσκονται στην περιοχή, σημειώνουν διπλωμάτες που έχουν εικόνα από τη συνάντηση των δύο αντρών. Αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ είπε ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν από την αυξανόμενη δύναμη της Χεζμπολάχ και θα θέσουν ως προτεραιότητα το πώς να την ανακόψουν.
Όμως εκτός από τις ΗΠΑ, η δυναμική της Χεζμπολάχ ανησυχεί κι άλλες χώρες επηρεάζοντας τους ευρύτερους συσχετισμούς στην Μέση Ανατολή. Τα σουνιτικά κράτη του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανησυχούν από την επέκταση της ιρανικής επιρροής και συνεργάζονται στο παρασκήνιο (μυστικά) με το Ισραήλ.
Πάντως η Χεζμπολάχ που έχει κατ’ επανάληψη στηριχθεί και εξοπλισθεί από το Ιράν, σήμερα όχι μόνο πολεμάει δίπλα στον ρωσικό στρατό, αλλά εμφανίζεται να έχει πρόσβαση και στα ρωσικά όπλα. Κατά κάποιο τρόπο, η οργάνωση στη Συρία έχει αντικαταστήσει το καθεστώς Άσαντ ως την κύρια δύναμη. Η WSJ σημείωνε τον περασμένο Νοέμβριο ότι η Χεζμπολάχ έκανε στρατιωτική παρέλαση στη χώρα. «Το να κάνεις κάτι τέτοιο σε μια άλλη χώρα, είναι μια τρανή απόδειξη του πόσο ισχυρός έχεις γίνει», ανέφερε πρώην αξιωματούχος του ΥΠΕΞ. «Λες με άλλα λόγια, στους επικεφαλής σου, ‘είμαστε εδώ’».
Το καθεστώς Άσαντ έχει κατηγορηθεί για χρήση χημικών όπλων εναντίον αντικαθεστωτικών και πολιτών πολλές φορές κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία που διεξάγεται εδώ και πάνω από έξι χρόνια. Η πρώτη μεγάλη επίθεση έγινε το 2013 στη Γκούτα, ένα προάστιο της Δαμασκού, ένα χρόνο μετά τη δήλωση του Μπάρακ Ομπάμα σύμφωνα με την οποία η χρήση τέτοιων χημικών αποτελεί για την Ουάσιγκτον "κόκκινη γραμμή", λόγος δηλαδή για αλλαγή πολιτικής ως προς την επέμβαση και ανάμειξή της στον εμφύλιο. Εκείνη η επίθεση σκότωσε πάνω από 1.000 ανθρώπους. Η επίθεση της Τρίτης, στην επαρχία του Ιντλίμπ, σκότωσε δεκάδες και ήρθε λίγες μέρες μετά τη δήλωση της Νίκι Χάλεϊ, πρέσβειρας των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, σύμφωνα με την οποία η χώρα της, δεν "έχει πλέον ως προτεραιότητα την απομάκρυνση του Άσαντ".
Στο μεσοδιάστημα των δύο επιθέσεων, ΗΠΑ και Ρωσία μετά από πρόταση της δεύτερης, διαμόρφωσαν μία συμφωνία βάσει της οποίας η Συρία θα επέτρεπε σε διεθνείς παρατηρητές να καταστρέψουν το χημικό της οπλοστάσιο. Η συμφωνία όμως έκανε λίγα πράγματα προκειμένου να αποτρέψει τη συνέχιση χημικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το 2012 η Συρία παραδέχθηκε ότι είχε στην κατοχή της χημικά όπλα, τα οποία πάντως, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ, θα χρησιμοποιούσε μόνο εναντίον «εξωτερικής επίθεσης». Ένα μήνα μετά από αυτή τη δήλωση, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα σχεδίασε την περίφημη «κόκκινη γραμμή» του: Αν ο Άσαντ κάνει χρήση τέτοιων όπλων, οι ΗΠΑ θα επέμβουν. Ο Άσαντ έκανε τελικά χρήση τέτοιων όπλων, αλλά ο Πρόεδρος Ομπάμα έκανε πίσω, παρόλο που μετά την επίθεση στη Γκούτα, ο Λευκός Οίκος είχε δείξει τον Πρόεδρο της Συρίας ως τον υπεύθυνο. Ο τότε ΥΠΕΞ Τζόν Κέρι, είχε πει μάλιστα τότε, ότι το καθεστώς Άσαντ είχε κάνει χρήση χημικών όπλων «πολλές» φορές εκείνο το έτος. Ο Ομπάμα είχε επιδιώξει να λάβει την έγκριση του Κογκρέσου για στρατιωτική χρήση στη Συρία, και λίγες μέρες αργότερα, ο Κέρι είχε δηλώσει ότι μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν κι εφόσον η Συρία παρέδιδε στη διεθνή κοινότητα τα χημικά όπλα που διαθέτει. Ο Ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Λαβρόφ πρότεινε ένα τέτοιο σχέδιο σχεδόν άμεσα, και η Συρία το υπέγραψε.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2013, Κέρι και Λαβρόφ κατέληξαν σε συμφωνία σε ό,τι αφορά την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας. Σύμφωνα με το σχέδιο, η Συρία έπρεπε να αποκαλύψει μέσα σε μια βδομάδα πού βρίσκεται το οπλοστάσιό της και να δώσει πρόσβαση σε διεθνείς επιθεωρητές σε όλα τα σημεία του. Η δε καταστροφή του θα έπρεπε να γίνει μέχρι τα μέσα του 2014. Ο Κέρι χαιρέτησε τη διπλωματία που μπόρεσε να κάνει αυτή τη συμφωνία εφικτή. Ο Ομπάμα από τη μεριά του, είπε στον Τζέφρει Γκλόντμπεργκ του Atlantic, ότι ήταν «πολύ περήφανος» για την απόφασή του να μην επιτεθεί στον Άσαντ.
Παρά τη συμφωνία όμως, υπήρξαν αναφορές ότι ο Άσαντ χρησιμοποιούσε αέριο χλωρίου εναντίον πολιτών. Η συμφωνία δεν ανέφερε μέσα τη χλώριο επειδή το καθεστώς Άσαντ δεν το είχε προσθέσει στη λίστα που έδωσε στους επιθεωρητές με τα χημικά όπλα που διέθετε. Εκείνη την εποχή, η Συρία διέθετε 1.000 τόνους χημικών όπλων, συμπεριλαμβανομένων του αέριου μουστάρδας, του σαρίν και του VX, του αέριου νεύρων. Υπήρχαν όμως κι άλλα προβλήματα στη συμφωνία, ένα από τα οποία ήταν ότι η Συρία έχασε την προθεσμία της 30ης Ιουνίου του 2014 για την ολική καταστροφή των όπλων της. Όπως έγραψε ο Πολ Γούλφοβιτς τον Μάιο του 2014 στη WSJ: «Η Σούζαν Ράις, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, υπογραμμίζει ότι με το 92,5% των χημικών όπλων της Συρίας να βρίσκεται πλέον εκτός χώρας, έχουμε καταφέρει πολλά περισσότερα από όσα θα επιτυγχάναμε με αεροπορικές επιδρομές. Όμως ακόμα πιο σημαντικό από εκείνο που έχει φύγει εκτός Συρίας, είναι εκείνο που έχει μείνει μέσα. Το καθεστώς φαίνεται ότι χρησιμοποιεί αέριο χλωρίου εναντίον των πολιτών. Αν κι έχει κι άλλες χρήσεις για τους πολίτες, η χρήση του ως όπλο είναι απαγορευμένο από τη συμφωνία που υπέγραψε η Συρία το 2013.»
Η πιθανότητα πάντως η Συρία να χρησιμοποιεί αέριο χλωρίου δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβαίνει. Το παράδειγμα της Λιβύης δείχνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η Συρία είχε δηλώσει ολόκληρο το οπλοστάσιο τα πιο θανατηφόρα όπλα της όπως το σαρίν.
Ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιο χημικό όπλο έπεσε στην επίθεση της Τρίτης, στην επαρχία του Ιντλίμπ. Κανονικά το χλώριο σκοτώνει λίγους. Σε αυτή την επίθεση όμως, τη μεγαλύτερη μετά την επίθεση της Γκούτα του 2013 όπου είχε γίνει χρήση του σαρίν, οι νεκροί μπορεί να φτάσουν και τους 150.
Οι New York Times αναφέρουν ότι τα συμπτώματα που είχαν τα θύματα από την επίθεση της Τρίτης δεν μοιάζουν με εκείνα που συνδέονται με τη χλώριο: «Συμπεριλαμβάνουν τη συστολή ματιών που είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα έπειτα από επίθεση με αέριο νεύρων και άλλων απαγορευμένων τοξικών. Ένας γιατρός ανέβασε βίντεο με το μάτι ενός ασθενή δείχνοντας την κόρη του ματιού του να έχει συρρικνωθεί στο μέγεθος μιας τελείας. Πολλοί αρρώστησαν μόνο και μόνο ερχόμενοι σε επαφή με τα θύματα της επίθεσης.» Τα παραπάνω τα επιβεβαιώνουν σήμερα, την επόμενη της επίθεσης, και επιθεωρητές υγείας των Ηνωμένων Εθνών: τα συμπτώματα των θυμάτων προέρχονται έπειτα από έκθεση σε αέριο νεύρων.
Το καθεστώς Άσαντ έχει επανειλημμένα αρνηθεί ότι κάνει χρήση τέτοιων όπλων, παρά τις αποδείξεις για το αντίθετο. Ο Σον Σπάισερ, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, αποκάλεσε την επίθεση «αποτροπιαστική» ωστόσο πρόσθεσε πως η «πολιτική πραγματικότητα» στη Συρία είναι τέτοια που πλέον θεωρείται απίθανη μια επιδίωξη των ΗΠΑ για ενδεχόμενη αλλαγή της. Πράγματι, ο Άσαντ έχει σήμερα τον έλεγχο της Συρίας πολύ περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή από τότε που ξεκίνησε ο εμφύλιος, έξι χρόνια πριν.
Το 2013 το καθεστώς Άσαντ εξαπολύει επίθεση με χημικά εναντίον αμάχων συμπολιτών του. Η κυβέρνηση Ομπάμα, ενήμερη για την επικείμενη κίνηση του Άσαντ, είχε προειδοποιήσει προς πάσα κατεύθυνση, ότι όσο και εάν δεν ήθελε να εμπλακεί στον εμφύλιο της Συρίας, η χρήση χημικών ήταν για εκείνη «κόκκινη γραμμή», που αν την περνούσε ο Πρόεδρος της Συρίας, οι ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να τον ανατρέψουν. Ο Πρόεδρος της Συρίας έριξε σαρίν σε παιδιά και αθώους ενήλικες, πολίτες της Συρίας, αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα έκανε στροφή 180 μοιρών και, αντιμέτωπη με την άρνηση και της τότε βρετανικής κυβέρνησης του Κάμερον, άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε να μην πειράξει από τη θέση του τον Άσαντ. Αντ' αυτού προτίμησε μετά από πρόταση του Προέδρου Πούτιν, να συνεργαστεί με τους Ρώσους προκειμένου να αφοπλιστεί το καθεστώς Άσαντ από τα χημικά. Στο παρελθόν, οι ίδιοι οι Ρώσοι είχαν κάνει χρήση κι εκείνοι ενός άγνωστου μέχρι σήμερα αερίου κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης ομήρων στο θέατρο Ντουμπρόβκα. Οι αρχές είχαν αρνηθεί να αποκαλύψουν τι αέριο είναι αυτό, τη φόρμουλα ή το όνομά του, το οποίο είχε προκαλέσει τον θάνατο σε 130 ομήρους.
Το 2017 το καθεστώς Άσαντ εξαπολύει νέα επίθεση, εξίσου σφοδρή, αποτροπιαστική, φρικιαστική, η χειρότερη των τελευταίων ετών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συμφωνία Ομπάμα-Ρώσων δεν είχε τηρηθεί ποτέ στο ακέραιο, αφού ο Άσαντ εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του χημικά τα οποία ρίχνει με χαρακτηριστική άνεση πάνω σε αθώους, στην επαρχία του Ιντλίμπ αυτή τη φορά. Οι επιθέσεις όμως δεν είχαν σταματήσει ποτέ. Το Debka αναφέρει ότι υπάρχουν 12 εγκαταστάσεις του συριακού στρατού που είναι ακόμα ενεργές και στις οποίες έχει απαγορευτεί κάθε πρόσβαση στους διεθνείς παρατηρητές. Όπως άλλωστε ανέφεραν Αμερικανοί και ΟΗΕ, ο Άσαντ κράτησε ένα 5% των δηλητηριωδών ουσιών για εκείνον, ανέπαφες. Και ανάμεσα σε δύο αυτές επιθέσεις, ο Άσαντ είχε όλη την άνεση να αναβαθμίσει και να αυξήσει τα λιγοστά αποθέματα των τοξικών αερίων, τα οποία εξαπλώνονταν και στα πολεμικά μέτωπα του Ιράκ. Την ίδια ώρα, η αεροπορία της Συρίας, εξαπέλυε συνεχείς επιδρομές με βόμβες χλωρίου. Απλώς τα διεθνή δυτικά μίντια ήταν πολύ απορροφημένα από τις πολιτικές εξελίξεις με την αμερικανική προεδρική εκλογή και τις σποραδικές επιθέσεις μοναχικών λύκων του ISIS στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ μαζί με τη Βρετανία και την Γαλλία καταδίκασαν σήμερα την επίθεση, κατηγορώντας ευθέως τον Άσαντ.
H κυβέρνηση Τραμπ ωστόσο, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, είχε δηλώσει διά μέσου της Νίκη Χάλει, πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ότι η χώρα της δεν σκοπεύει να ανατρέψει τον Άσαντ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο ΥΠΕΞ Τίλερσον, ο οποίος επανέλαβε πριν από λίγες μόνο ημέρες ότι η «μοίρα του Άσαντ θα αποφασιστεί από τον λαό της Συρίας». Ποιον λαό ακριβώς δεν διευκρίνισε δεδομένου ότι έχει αποδεκατιστεί είτε από τις σφαγές του Άσαντ είτε από τη μετανάστευση.
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν σκοπεύει να αλλάξει πολιτική. Σε ό,τι αφορά τη Συρία, ακολουθεί την τακτική του Μπάρακ Ομπάμα. Η Χάλει είπε ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να ανατρέψουν τον Άσαντ, αλλά αυτό το γνωρίζαμε εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Η απάντηση της κυβέρνησης Ομπάμα στις σφαγές του εγκληματία πολέμου Άσαντ, ήταν η απραξία. Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι η περισσότερη απραξία. Η ιστορία θα θυμάται τον Πρόεδρο Ομπάμα για αυτό. Θα φανεί αν θα κάνει κάτι διαφορετικό ο διάδοχός του απέναντι στην ολοκληρωτική ισοπέδωση μιας χώρας και τους τόσους αθώους νεκρούς.
Μέχρι στιγμής, το μόνο διαφορετικό που έχει αφήσει να εννοηθεί ο Πρόεδρος Τραμπ ότι θέλει να κάνει στη Συρία, είναι η αλλαγή στάσης έναντι του Ιράν καθώς επιθυμεί να εκδιώξει την ιρανική επιρροή από την περιοχή. Είτε το θέλει γιατί θα πιέζεται από το Ισραήλ που τώρα που έχει φύγει ο Πρόεδρος Ομπάμα με τον οποίο οι σχέσεις τους ήταν στο χειρότερο ιστορικά σημείο που ήταν οι σχέσεις των δύο χωρών ποτέ, και δεν έχει ανάγκη το Τελ Αβίβ να πρέπει να εμπιστεύεται τον Ρώσο Πρόεδρο πλέον, είτε για κάποιον άλλο λόγο, είναι ένα μεγάλο μυστήριο πώς ακριβώς θα το πετύχει. Γιατί η πραγματικότητα είναι πως και να θες να μείνει ο Άσαντ και να θες να φύγει το Ιράν από την περιοχή, είναι πράγμα αδύνατο. Αυτά τα δύο, απλά δεν πάνε μαζί.
Ειδικοί αναλυτές εξηγούν το αυτονόητο γιατί στη Haaretz και το εάν πρόκειται για μία επιπόλαια και πρόχειρα σχεδιασμένη πολιτική από την κυβέρνηση Τραμπ ή κάτι με περισσότερο βάθος:
Αδιάφορος για τον Άσαντ, απέναντι στο Ιράν:
Η πολιτική του Τραμπ στη Συρία μπερδεύει τους ειδικούς // Haaretz
Όταν ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία, ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο Fox News, αν συμμεριζόταν την άποψη των συνυποψήφιων του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποκρούσουν την επιθετική ανάμειξη της Ρωσίας στη Συρία και να εξαναγκάσουν το καθεστώς Άσαντ να σταματήσει να σφαγιάζει τους συμπολίτες του. Ο Ντόναλτ Τραμπ είχε απαντήσει ότι το βρίσκει «υπέροχο» που η Ρωσία πολεμάει το ISIS στη Συρία και πως «δεν τον νοιάζει καθόλου» αν στο τέλος του εμφυλίου, ο Πούτιν και οι σύμμαχοί του ανακαταλάβουν την χώρα και πάρουν τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Την περασμένη εβδομάδα, ενάμιση χρόνο μετά από αυτή τη δήλωση, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια που δείχνουν ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα μείνει πιστός σε αυτή του την υπόσχεση. Η πρέσβης που έχει διορίσει στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ, είπε ότι «δεν είναι πλέον προτεραιότητά μας η απομάκρυνση του καθεστώτος Άσαντ». Η Χάλεϊ εξήγησε πως «επιλέγουμε τις μάχες μας πλέον». Και το να πολεμήσουν οι ΗΠΑ εναντίον ενός δικτάτορα, που έχει την υποστήριξη της Μόσχας και της Τεχεράνης, ήταν πλέον μια επιλογή που δεν ενδιέφερε την Ουάσιγκτον.
Την επόμενη μέρα, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σον Σπάισερ, επιχειρώντας να επεξηγήσει τα όσα είπε η Χάλει, ανέφερε ότι «σε ό,τι αφορά τον Άσαντ, υπάρχει μια πολιτική πραγματικότητα την οποία και πρέπει να αποδεχθούμε». Πρόσθεσε δε, πως οι ΗΠΑ έχουν σημαντικές προτεραιότητες σε Συρία και Ιράκ, ξεκαθαρίζοντας πως η αντιτρομοκρατία, ιδιαίτερα το πώς θα καταπολεμηθεί ο ISIS είναι μέσα σ’ αυτές τις προτεραιότητες.
Ο Σπάισερ κατηγόρησε για αυτή την πολιτική –η οποία επιτρέπει σε έναν ηγέτη που είναι υπεύθυνος για εκατοντάδες θανάτους να παραμένει στην εξουσία- την προηγούμενη κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι η αντιπολίτευση που μάχεται ενάντια στην κυβέρνηση του Άσαντ στη Συρία, «δεν είναι αυτή που είχαμε πριν».
Τα σχόλια αυτά του Λευκού Οίκου δέχθηκαν άμεσα τα πυρά του Ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζον Μακέην ο οποίος είπε ότι «το να προσπαθείς να πολεμήσεις τον ISIS ενώ την ίδια ώρα προσποιούμαστε ότι μπορούμε πράγματι να κάνουμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία δεν υπάρχει και ότι δεν ήταν αυτός που γέννησε και έθρεψε τον ISIS και συνεχίζει να τον τρέφει μέχρι αυτή τη μέρα, είναι η απόλυτη συνταγή για περισσότερο πόλεμο, περισσότερη τρομοκρατία, περισσότερους πρόσφυγες, και περισσότερη αστάθεια». Ο Μακέην ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές της κυβέρνησης Ομπάμα σε ό,τι αφορά την πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος το 2011. Είχε καλέσει τον Ομπάμα να υποστηρίξει πλήρως τη συριακή αντιπολίτευση και να σταματήσει τη σφαγή στη Συρία. Ο Ομπάμα από την πλευρά του, επέμενε δημοσίως ότι οι ΗΠΑ είναι προσηλωμένες στο να εκδιωχθεί το καθεστώς, ωστόσο πρακτικά, έκανε πολύ λίγα για να επιτευχθεί αυτό – οδηγώντας τον Μακέην αλλά και άλλους, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, να τον κατηγορήσουν για ντεφάκτο αποδοχή του καθεστώτος στη Συρία.
Αυτές οι κατηγορίες έγιναν ακόμα περισσότερες ιδιαίτερα μετά την ακόμα πιο ενεργή εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο, εμπλοκή που έφερε τη Ρωσία στο πλευρό του Άσαντ, και τη συριακή αντιπολίτευση στο να χάσει έδαφος την ώρα που οι ΗΠΑ έμεναν μακριά από το πεδίο.
Οι δηλώσεις της κυβέρνησης Τραμπ τις προηγούμενες μέρες, μπορούν να χαρακτηριστούν ταυτόχρονα ως αφετηρία αλλά και ως συνέχιση της γραμμής Ομπάμα. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι επισήμως πλέον εγκαταλείπουν την προσπάθεια να απομακρύνουν τον Άσαντ. Από την άλλη πλευρά, αυτόν τον στόχο τον είχαν εγκαταλείψει πολύ καιρό τώρα.
Ο πρώην αξιωματούχος του ΥΠΕΞ και του Πενταγώνου και νυν διευθυντής του Κέντρου «New American Security», Ilan Goldenberg, αναφέρει ότι «οι δηλώσεις αυτές δείχνουν αυτό που ήταν ήδη πραγματικότητα». Και προσθέτει: «Αφενός, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει έστω να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία για μια τέτοια παράδοση. Αφετέρου, η ζημιά στο να πεις κάτι τέτοιο, δεν είναι και πολύ μεγάλη, δεδομένης της πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί.»
Για τον Goldenberg, η δήλωση ότι πλέον δεν είναι προτεραιότητα των ΗΠΑ η απομάκρυνση του Άσαντ, δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στα δεδομένα που υπάρχουν. Ο ίδιος αμφιβάλει ότι θα πλήξει τις προσπάθειες που λαμβάνουν χώρα εναντίον του ISIS, από τη στιγμή που οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν πάψει προ πολλού τώρα να πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον ήθελε όντως να φύγει ο Άσαντ». Πάντως, παραμένει ακόμα ασαφές τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει ο Άσαντ κάνοντας τέτοιες δηλώσεις. «Δεν μπορείς να ξέρεις αν πρόκειται για κάποια πολιτική που χαράσσεται μετά από προσεκτική ανάλυση ή είναι ένας αυτοσχεδιασμός».
Ένα πράγμα που μπερδεύει ωστόσο πολλούς είναι ότι ενώ η κυβέρνηση Τραμπ λέει ότι δεν θέλει να απομακρύνει τον Άσαντ, από την άλλη, εμφανίζεται, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Ομπάμα, και πάντως χωρίς να έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια, να θέλει να αποκρούσει την ιρανική επιρροή από την αρένα της Συρίας. Το παράδοξο είναι ότι στην περιοχή, δεν υπάρχει μεγαλύτερος σύμμαχος για Ιράν και Χεζμπολάχ από το ίδιο το καθεστώς Άσαντ.
«Είναι σκέτη φαντασίωση να θεωρείς ότι μπορείς να χωρίσεις τη Ρωσία από το Ιράν στη Συρία», επισημαίνει ο Martin Indyk, πρώην ανώτατος σύμβουλος των προέδρων Κλίντον και Ομπάμα στη Μέση Ανατολή. Ο Indyk προβλέπει ότι ο άξονας Ρωσία-Άσαντ-Ιράν θα παραμείνει ενιαίος, και πως η ιδέα του να αποδέχεσαι τον Άσαντ αλλά το να θες το Ιράν εκτός Συρίας, είναι αντιφατική. «Μπορείς να επικρίνεις τον Πρόεδρο Ομπάμα, επειδή ανήγγειλε ότι θα κάνει κάτι το οποίο δεν είχε καμία πρόθεση να το φέρει εις πέρας, όταν είπε ότι ο Άσαντ πρέπει να φύγει», λέει ο Indyk. «Κατά την άποψή μου δεν θα έπρεπε καν να ανακινήσει τέτοιο θέμα εξ αρχής. Τώρα η κυβέρνηση Τραμπ όμως θέτει έναν μη ρεαλιστικό στόχο σε ό,τι αφορά το Ιράν. Το Ιράν έχει περίπου 25.000 στρατιώτες στο έδαφος, πολλοί από τους οποίους έχουν ενσωματωθεί στο καθεστώς. Εκτός και αν κάνουμε μία στρατιωτική επιχείρηση, πώς ακριβώς θα τους απομακρύνουμε από εκεί; Και ποιον στρατό θα χρησιμοποιήσουμε για αυτόν τον σκοπό; Την ίδια τη συριακή αντιπολίτευση, τους Σουνίτες, που μόλις άκουσαν ότι δεν σκοπεύουμε να διώξουμε τον Άσαντ;»
Ο Dr. Jonathan Schanzer, από το Ίδρυμα «Defense of Democracies» με έδρα την Ουάσινγκτον αναφέρει στην Haaretz ότι για τον Λευκό Οίκο φαίνεται πολύ λογικό το να ρίχνει όλο το φταίξιμο στην κυβέρνηση Ομπάμα που άφησε ένα «αιματηρό χάλι» στη Συρία. Ωστόσο, προσθέτει, αυτό «δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση Τραμπ από την υποχρέωση που έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα». Ο Schanzer, ο οποίος υπήρξε ένθερμος επικριτής της πολιτικής Ομπάμα στη Συρία, προειδοποιεί ότι το να προσπαθήσεις να νικήσεις τον ISIS χωρίς να αντιμετωπίζεις τους κινδύνους που δημιουργούν οι σύμμαχοι του Ιράν στη Συρία, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος Άσαντ και της Λιβανέζικης στρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ, θα είναι ένα τεράστιο λάθος.
Ο Schanzer πάντως θεωρεί ότι είναι πιθανόν να υπάρξουν διαφορετικές ιδέες εντός της νέας κυβέρνησης ως προς το ποια πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί στη Συρία, όπως ακριβώς συνέβη και επί κυβέρνησης Ομπάμα: «Υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι μέσα στην κυβέρνηση που έχουν διαφορετικές απόψεις για πολλούς παράγοντες στην περιοχή, για τη Ρωσία, το Ιράν, τον Άσαντ, και σε κάποιο βαθμό ακόμα και για το Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους. Δεν θα είναι κάτι καινούριο αν δούμε κάποια δυσαρμονία να εμφανίζεται, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το μέλλον του Άσαντ. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως οι δηλώσεις του εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, όσο σημαντικές και εάν είναι, δεν είναι ίδιες με εκείνες που γίνονται, για παράδειγμα από ένα ανώτατο μέλος του υπουργικού συμβουλίου. Θα περιμένω να δω την ροή των μηνυμάτων για αυτό το θέμα και τις επόμενες ημέρες.»
Πράγματι, τη Δευτέρα, η πρέσβης Χάλει άρχισε κατά κάποιο τρόπο να υποχωρεί από την αρχική δήλωσή της την περασμένη εβδομάδα, δίνοντας έμφαση στις συνεντεύξεις της, ότι ο Άσαντ είναι «εγκληματίας πολέμου» και ότι η κυβέρνηση Τραμπ «ελπίζει» να τον δει να έρχεται αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Πώς όμως ακριβώς, και ποιος θα πάρει τη θέση του; Όπως ακριβώς και οι πρώην αξιωματούχοι της προηγούμενης κυβέρνησης, ούτε κι εκείνη είχε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα.