Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία· είπε:
τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα υψώνονται στην έρημο…
Κοντά τους, μες στην άμμο βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο·
τα σκυθρωπά του χείλη, πτυχωμένα σ’ ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ’ άψυχα ετούτα πράγματα
– το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα ’θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
‘‘Οζυμανδίας τ’ όνομά μου, ο βασιλεύς των βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί κι απελπιστείτε!’’
Άλλο τίποτα δεν απομένει.
Γύρω από τη φθορά των κολοσσιαίων ερειπίων,
απέραντη, γυμνή, μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.
Γύρω από τη φθορά των κολοσσιαίων ερειπίων,
απέραντη, γυμνή, μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.
Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου