Το 2013 το καθεστώς Άσαντ εξαπολύει επίθεση με χημικά εναντίον αμάχων συμπολιτών του. Η κυβέρνηση Ομπάμα, ενήμερη για την επικείμενη κίνηση του Άσαντ, είχε προειδοποιήσει προς πάσα κατεύθυνση, ότι όσο και εάν δεν ήθελε να εμπλακεί στον εμφύλιο της Συρίας, η χρήση χημικών ήταν για εκείνη «κόκκινη γραμμή», που αν την περνούσε ο Πρόεδρος της Συρίας, οι ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να τον ανατρέψουν. Ο Πρόεδρος της Συρίας έριξε σαρίν σε παιδιά και αθώους ενήλικες, πολίτες της Συρίας, αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα έκανε στροφή 180 μοιρών και, αντιμέτωπη με την άρνηση και της τότε βρετανικής κυβέρνησης του Κάμερον, άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε να μην πειράξει από τη θέση του τον Άσαντ. Αντ' αυτού προτίμησε μετά από πρόταση του Προέδρου Πούτιν, να συνεργαστεί με τους Ρώσους προκειμένου να αφοπλιστεί το καθεστώς Άσαντ από τα χημικά. Στο παρελθόν, οι ίδιοι οι Ρώσοι είχαν κάνει χρήση κι εκείνοι ενός άγνωστου μέχρι σήμερα αερίου κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης ομήρων στο θέατρο Ντουμπρόβκα. Οι αρχές είχαν αρνηθεί να αποκαλύψουν τι αέριο είναι αυτό, τη φόρμουλα ή το όνομά του, το οποίο είχε προκαλέσει τον θάνατο σε 130 ομήρους.
Το 2017 το καθεστώς Άσαντ εξαπολύει νέα επίθεση, εξίσου σφοδρή, αποτροπιαστική, φρικιαστική, η χειρότερη των τελευταίων ετών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συμφωνία Ομπάμα-Ρώσων δεν είχε τηρηθεί ποτέ στο ακέραιο, αφού ο Άσαντ εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του χημικά τα οποία ρίχνει με χαρακτηριστική άνεση πάνω σε αθώους, στην επαρχία του Ιντλίμπ αυτή τη φορά. Οι επιθέσεις όμως δεν είχαν σταματήσει ποτέ. Το Debka αναφέρει ότι υπάρχουν 12 εγκαταστάσεις του συριακού στρατού που είναι ακόμα ενεργές και στις οποίες έχει απαγορευτεί κάθε πρόσβαση στους διεθνείς παρατηρητές. Όπως άλλωστε ανέφεραν Αμερικανοί και ΟΗΕ, ο Άσαντ κράτησε ένα 5% των δηλητηριωδών ουσιών για εκείνον, ανέπαφες. Και ανάμεσα σε δύο αυτές επιθέσεις, ο Άσαντ είχε όλη την άνεση να αναβαθμίσει και να αυξήσει τα λιγοστά αποθέματα των τοξικών αερίων, τα οποία εξαπλώνονταν και στα πολεμικά μέτωπα του Ιράκ. Την ίδια ώρα, η αεροπορία της Συρίας, εξαπέλυε συνεχείς επιδρομές με βόμβες χλωρίου. Απλώς τα διεθνή δυτικά μίντια ήταν πολύ απορροφημένα από τις πολιτικές εξελίξεις με την αμερικανική προεδρική εκλογή και τις σποραδικές επιθέσεις μοναχικών λύκων του ISIS στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ μαζί με τη Βρετανία και την Γαλλία καταδίκασαν σήμερα την επίθεση, κατηγορώντας ευθέως τον Άσαντ.
H κυβέρνηση Τραμπ ωστόσο, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, είχε δηλώσει διά μέσου της Νίκη Χάλει, πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ότι η χώρα της δεν σκοπεύει να ανατρέψει τον Άσαντ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο ΥΠΕΞ Τίλερσον, ο οποίος επανέλαβε πριν από λίγες μόνο ημέρες ότι η «μοίρα του Άσαντ θα αποφασιστεί από τον λαό της Συρίας». Ποιον λαό ακριβώς δεν διευκρίνισε δεδομένου ότι έχει αποδεκατιστεί είτε από τις σφαγές του Άσαντ είτε από τη μετανάστευση.
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν σκοπεύει να αλλάξει πολιτική. Σε ό,τι αφορά τη Συρία, ακολουθεί την τακτική του Μπάρακ Ομπάμα. Η Χάλει είπε ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να ανατρέψουν τον Άσαντ, αλλά αυτό το γνωρίζαμε εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Η απάντηση της κυβέρνησης Ομπάμα στις σφαγές του εγκληματία πολέμου Άσαντ, ήταν η απραξία. Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι η περισσότερη απραξία. Η ιστορία θα θυμάται τον Πρόεδρο Ομπάμα για αυτό. Θα φανεί αν θα κάνει κάτι διαφορετικό ο διάδοχός του απέναντι στην ολοκληρωτική ισοπέδωση μιας χώρας και τους τόσους αθώους νεκρούς.
Μέχρι στιγμής, το μόνο διαφορετικό που έχει αφήσει να εννοηθεί ο Πρόεδρος Τραμπ ότι θέλει να κάνει στη Συρία, είναι η αλλαγή στάσης έναντι του Ιράν καθώς επιθυμεί να εκδιώξει την ιρανική επιρροή από την περιοχή. Είτε το θέλει γιατί θα πιέζεται από το Ισραήλ που τώρα που έχει φύγει ο Πρόεδρος Ομπάμα με τον οποίο οι σχέσεις τους ήταν στο χειρότερο ιστορικά σημείο που ήταν οι σχέσεις των δύο χωρών ποτέ, και δεν έχει ανάγκη το Τελ Αβίβ να πρέπει να εμπιστεύεται τον Ρώσο Πρόεδρο πλέον, είτε για κάποιον άλλο λόγο, είναι ένα μεγάλο μυστήριο πώς ακριβώς θα το πετύχει. Γιατί η πραγματικότητα είναι πως και να θες να μείνει ο Άσαντ και να θες να φύγει το Ιράν από την περιοχή, είναι πράγμα αδύνατο. Αυτά τα δύο, απλά δεν πάνε μαζί.
Ειδικοί αναλυτές εξηγούν το αυτονόητο γιατί στη Haaretz και το εάν πρόκειται για μία επιπόλαια και πρόχειρα σχεδιασμένη πολιτική από την κυβέρνηση Τραμπ ή κάτι με περισσότερο βάθος:
Αδιάφορος για τον Άσαντ, απέναντι στο Ιράν:
Η πολιτική του Τραμπ στη Συρία μπερδεύει τους ειδικούς // Haaretz
Όταν ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία, ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο Fox News, αν συμμεριζόταν την άποψη των συνυποψήφιων του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποκρούσουν την επιθετική ανάμειξη της Ρωσίας στη Συρία και να εξαναγκάσουν το καθεστώς Άσαντ να σταματήσει να σφαγιάζει τους συμπολίτες του. Ο Ντόναλτ Τραμπ είχε απαντήσει ότι το βρίσκει «υπέροχο» που η Ρωσία πολεμάει το ISIS στη Συρία και πως «δεν τον νοιάζει καθόλου» αν στο τέλος του εμφυλίου, ο Πούτιν και οι σύμμαχοί του ανακαταλάβουν την χώρα και πάρουν τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Την περασμένη εβδομάδα, ενάμιση χρόνο μετά από αυτή τη δήλωση, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια που δείχνουν ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα μείνει πιστός σε αυτή του την υπόσχεση. Η πρέσβης που έχει διορίσει στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ, είπε ότι «δεν είναι πλέον προτεραιότητά μας η απομάκρυνση του καθεστώτος Άσαντ». Η Χάλεϊ εξήγησε πως «επιλέγουμε τις μάχες μας πλέον». Και το να πολεμήσουν οι ΗΠΑ εναντίον ενός δικτάτορα, που έχει την υποστήριξη της Μόσχας και της Τεχεράνης, ήταν πλέον μια επιλογή που δεν ενδιέφερε την Ουάσιγκτον.
Την επόμενη μέρα, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σον Σπάισερ, επιχειρώντας να επεξηγήσει τα όσα είπε η Χάλει, ανέφερε ότι «σε ό,τι αφορά τον Άσαντ, υπάρχει μια πολιτική πραγματικότητα την οποία και πρέπει να αποδεχθούμε». Πρόσθεσε δε, πως οι ΗΠΑ έχουν σημαντικές προτεραιότητες σε Συρία και Ιράκ, ξεκαθαρίζοντας πως η αντιτρομοκρατία, ιδιαίτερα το πώς θα καταπολεμηθεί ο ISIS είναι μέσα σ’ αυτές τις προτεραιότητες.
Ο Σπάισερ κατηγόρησε για αυτή την πολιτική –η οποία επιτρέπει σε έναν ηγέτη που είναι υπεύθυνος για εκατοντάδες θανάτους να παραμένει στην εξουσία- την προηγούμενη κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι η αντιπολίτευση που μάχεται ενάντια στην κυβέρνηση του Άσαντ στη Συρία, «δεν είναι αυτή που είχαμε πριν».
Τα σχόλια αυτά του Λευκού Οίκου δέχθηκαν άμεσα τα πυρά του Ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζον Μακέην ο οποίος είπε ότι «το να προσπαθείς να πολεμήσεις τον ISIS ενώ την ίδια ώρα προσποιούμαστε ότι μπορούμε πράγματι να κάνουμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία δεν υπάρχει και ότι δεν ήταν αυτός που γέννησε και έθρεψε τον ISIS και συνεχίζει να τον τρέφει μέχρι αυτή τη μέρα, είναι η απόλυτη συνταγή για περισσότερο πόλεμο, περισσότερη τρομοκρατία, περισσότερους πρόσφυγες, και περισσότερη αστάθεια». Ο Μακέην ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές της κυβέρνησης Ομπάμα σε ό,τι αφορά την πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος το 2011. Είχε καλέσει τον Ομπάμα να υποστηρίξει πλήρως τη συριακή αντιπολίτευση και να σταματήσει τη σφαγή στη Συρία. Ο Ομπάμα από την πλευρά του, επέμενε δημοσίως ότι οι ΗΠΑ είναι προσηλωμένες στο να εκδιωχθεί το καθεστώς, ωστόσο πρακτικά, έκανε πολύ λίγα για να επιτευχθεί αυτό – οδηγώντας τον Μακέην αλλά και άλλους, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, να τον κατηγορήσουν για ντεφάκτο αποδοχή του καθεστώτος στη Συρία.
Αυτές οι κατηγορίες έγιναν ακόμα περισσότερες ιδιαίτερα μετά την ακόμα πιο ενεργή εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο, εμπλοκή που έφερε τη Ρωσία στο πλευρό του Άσαντ, και τη συριακή αντιπολίτευση στο να χάσει έδαφος την ώρα που οι ΗΠΑ έμεναν μακριά από το πεδίο.
Οι δηλώσεις της κυβέρνησης Τραμπ τις προηγούμενες μέρες, μπορούν να χαρακτηριστούν ταυτόχρονα ως αφετηρία αλλά και ως συνέχιση της γραμμής Ομπάμα. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι επισήμως πλέον εγκαταλείπουν την προσπάθεια να απομακρύνουν τον Άσαντ. Από την άλλη πλευρά, αυτόν τον στόχο τον είχαν εγκαταλείψει πολύ καιρό τώρα.
Ο πρώην αξιωματούχος του ΥΠΕΞ και του Πενταγώνου και νυν διευθυντής του Κέντρου «New American Security», Ilan Goldenberg, αναφέρει ότι «οι δηλώσεις αυτές δείχνουν αυτό που ήταν ήδη πραγματικότητα». Και προσθέτει: «Αφενός, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει έστω να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία για μια τέτοια παράδοση. Αφετέρου, η ζημιά στο να πεις κάτι τέτοιο, δεν είναι και πολύ μεγάλη, δεδομένης της πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί.»
Για τον Goldenberg, η δήλωση ότι πλέον δεν είναι προτεραιότητα των ΗΠΑ η απομάκρυνση του Άσαντ, δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στα δεδομένα που υπάρχουν. Ο ίδιος αμφιβάλει ότι θα πλήξει τις προσπάθειες που λαμβάνουν χώρα εναντίον του ISIS, από τη στιγμή που οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν πάψει προ πολλού τώρα να πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον ήθελε όντως να φύγει ο Άσαντ». Πάντως, παραμένει ακόμα ασαφές τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει ο Άσαντ κάνοντας τέτοιες δηλώσεις. «Δεν μπορείς να ξέρεις αν πρόκειται για κάποια πολιτική που χαράσσεται μετά από προσεκτική ανάλυση ή είναι ένας αυτοσχεδιασμός».
Ένα πράγμα που μπερδεύει ωστόσο πολλούς είναι ότι ενώ η κυβέρνηση Τραμπ λέει ότι δεν θέλει να απομακρύνει τον Άσαντ, από την άλλη, εμφανίζεται, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Ομπάμα, και πάντως χωρίς να έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια, να θέλει να αποκρούσει την ιρανική επιρροή από την αρένα της Συρίας. Το παράδοξο είναι ότι στην περιοχή, δεν υπάρχει μεγαλύτερος σύμμαχος για Ιράν και Χεζμπολάχ από το ίδιο το καθεστώς Άσαντ.
«Είναι σκέτη φαντασίωση να θεωρείς ότι μπορείς να χωρίσεις τη Ρωσία από το Ιράν στη Συρία», επισημαίνει ο Martin Indyk, πρώην ανώτατος σύμβουλος των προέδρων Κλίντον και Ομπάμα στη Μέση Ανατολή. Ο Indyk προβλέπει ότι ο άξονας Ρωσία-Άσαντ-Ιράν θα παραμείνει ενιαίος, και πως η ιδέα του να αποδέχεσαι τον Άσαντ αλλά το να θες το Ιράν εκτός Συρίας, είναι αντιφατική. «Μπορείς να επικρίνεις τον Πρόεδρο Ομπάμα, επειδή ανήγγειλε ότι θα κάνει κάτι το οποίο δεν είχε καμία πρόθεση να το φέρει εις πέρας, όταν είπε ότι ο Άσαντ πρέπει να φύγει», λέει ο Indyk. «Κατά την άποψή μου δεν θα έπρεπε καν να ανακινήσει τέτοιο θέμα εξ αρχής. Τώρα η κυβέρνηση Τραμπ όμως θέτει έναν μη ρεαλιστικό στόχο σε ό,τι αφορά το Ιράν. Το Ιράν έχει περίπου 25.000 στρατιώτες στο έδαφος, πολλοί από τους οποίους έχουν ενσωματωθεί στο καθεστώς. Εκτός και αν κάνουμε μία στρατιωτική επιχείρηση, πώς ακριβώς θα τους απομακρύνουμε από εκεί; Και ποιον στρατό θα χρησιμοποιήσουμε για αυτόν τον σκοπό; Την ίδια τη συριακή αντιπολίτευση, τους Σουνίτες, που μόλις άκουσαν ότι δεν σκοπεύουμε να διώξουμε τον Άσαντ;»
Ο Dr. Jonathan Schanzer, από το Ίδρυμα «Defense of Democracies» με έδρα την Ουάσινγκτον αναφέρει στην Haaretz ότι για τον Λευκό Οίκο φαίνεται πολύ λογικό το να ρίχνει όλο το φταίξιμο στην κυβέρνηση Ομπάμα που άφησε ένα «αιματηρό χάλι» στη Συρία. Ωστόσο, προσθέτει, αυτό «δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση Τραμπ από την υποχρέωση που έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα». Ο Schanzer, ο οποίος υπήρξε ένθερμος επικριτής της πολιτικής Ομπάμα στη Συρία, προειδοποιεί ότι το να προσπαθήσεις να νικήσεις τον ISIS χωρίς να αντιμετωπίζεις τους κινδύνους που δημιουργούν οι σύμμαχοι του Ιράν στη Συρία, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος Άσαντ και της Λιβανέζικης στρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ, θα είναι ένα τεράστιο λάθος.
Ο Schanzer πάντως θεωρεί ότι είναι πιθανόν να υπάρξουν διαφορετικές ιδέες εντός της νέας κυβέρνησης ως προς το ποια πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί στη Συρία, όπως ακριβώς συνέβη και επί κυβέρνησης Ομπάμα: «Υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι μέσα στην κυβέρνηση που έχουν διαφορετικές απόψεις για πολλούς παράγοντες στην περιοχή, για τη Ρωσία, το Ιράν, τον Άσαντ, και σε κάποιο βαθμό ακόμα και για το Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους. Δεν θα είναι κάτι καινούριο αν δούμε κάποια δυσαρμονία να εμφανίζεται, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το μέλλον του Άσαντ. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως οι δηλώσεις του εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, όσο σημαντικές και εάν είναι, δεν είναι ίδιες με εκείνες που γίνονται, για παράδειγμα από ένα ανώτατο μέλος του υπουργικού συμβουλίου. Θα περιμένω να δω την ροή των μηνυμάτων για αυτό το θέμα και τις επόμενες ημέρες.»
Πράγματι, τη Δευτέρα, η πρέσβης Χάλει άρχισε κατά κάποιο τρόπο να υποχωρεί από την αρχική δήλωσή της την περασμένη εβδομάδα, δίνοντας έμφαση στις συνεντεύξεις της, ότι ο Άσαντ είναι «εγκληματίας πολέμου» και ότι η κυβέρνηση Τραμπ «ελπίζει» να τον δει να έρχεται αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Πώς όμως ακριβώς, και ποιος θα πάρει τη θέση του; Όπως ακριβώς και οι πρώην αξιωματούχοι της προηγούμενης κυβέρνησης, ούτε κι εκείνη είχε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου