Κρατισμός: Η αρχή ή η πολιτική που συγκεντρώνει διευρημένες οικονομικές, πολιτικές ή άλλες σχετικές υπερεξουσίες στο Κράτος σε βάρος της ατομικής ελευθερίας.
Είναι προφανές πως ο κρατισμός, η κυριάρχουσα πολιτική τάση των ημερών μας, είναι ο γενικότερος και πιο διαδεδομένος τρόπος διακυβέρνησης ενώ οι άλλοι δύο αποτελούν παραλλαγές του. Ο σοσιαλισμός αρνείται την έννοια της ιδιωτικής περιουσίας και των ατομικών δικαιωμάτων κηρύσσοντας ότι η διαχείρηση πρέπει να γίνεται από την κοινωνία ως σύνολο, δηλαδή από το Κράτος. Ο φασισμός επιτρέπει την κατοχή στα άτομα, αλλά μεταφέρει τον έλεγχο της περιουσίας στην κυβέρνηση, δηλαδή το Κράτος.
Σε ποια από τις δύο παραλλαγές βρισκόμαστε εμείς σήμερα; Στον Σοσιαλισμό ή τον Φασισμό;
Για να απαντήσει κάποιος σε αυτό το ερώτημα, πρώτα πρέπει να απαντήσει στο εξής: ποια είναι η κυρίαρχη ιδεολογική τάση του σύγχρονου πολιτισμού;
Καμία. Δεν υπάρχει ιδεολογία. Δεν υπάρχουν πολιτικές αρχές, θεωρίες, ιδανικά ή φιλοσοφία. Δεν υπάρχει καμία κατεύθυνση, κανένας στόχος, καμία πυξίδα, κανένα όραμα για το μέλλον, καμία ηγετική μορφή που να εμπνέει.
Υπάρχει κάποια συναισθηματική τάση που να κυριαρχεί σήμερα στον πολιτισμό; Ναι. Μία. Ο φόβος.
Όπως ο νευρωτικός που δεν αναγνωρίζει τα δεδομένα της πραγματικότητας πιστεύοντας πως έτσι εξαφανίζονται, το ίδιο και η νεύρωση ενός ολόκληρου πολιτισμού οδηγεί τους ανθρώπους να πιστεύουν πως η απελπισμένη τους ανάγκη για πολιτικές αρχές και αντιλήψεις θα εξαφανιστεί αν απλώς διαγράψουν όλες τις αρχές και αντιλήψεις. Και καθώς κανένα άτομο ή έθνος δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς την πίστη σε κάποια μορφή ιδεολογίας, αυτή η αντι-ιδεολογία είναι και η κυρίαρχη ιδεολογία του χρεωκοπημένου μας πολιτισμού.
Αυτή η αντι-ιδεολογία, έχει ένα νέο και πολύ άσχημο όνομα: “Διακυβέρνηση Συναίνεσης”
Η συναίνεση συνεπάγεται διάχυση όλων των ιδεών που είναι πολιτικά ορθές η ορθότητα των οποίων προκύπτει με βάση τα κριτήρια της πλειοψηφίας. Τα πιστεύω των ιδιωτών και των μειονοτήτων απλώς δεν υφίστανται με αποτέλεσμα η συναίνεση να ταυτίζεται με τον συμβιβασμό, το απαραίτητο δομικό στοιχείο εκείνου που αποκαλούμε “μεικτή οικονομία”.
Ως μεικτή οικονομία ορίζεται ο συνδυασμός ελευθερίας και ελέγχων. Δεδομένου ότι η θέσπιση ελέγχων προϋποθέτει περαιτέρω ελέγχους, πρόκειται για ένα εκρηκτικό μείγμα που ή θα άρει κάθε μορφή ελέγχου ή θα καταλήξει σε δικτατορία. Η μεικτή οικονομία δεν έχει αρχές προκειμένου να καθορίσει τις πολιτικές, τους στόχους ή τους νόμους, δεν έχει αρχές προκειμένου να περιορίζει την κυβέρνησή της. Η μοναδική, βασική αρχή της μεικτής οικονομίας, είναι ότι κανενός τα συμφέροντα δεν είναι ασφαλή, καθώς υπόκεινται σε δημόσια διαχείριση με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να κάνει το οτιδήποτε και να μένει ατιμώρητος. Ένα τέτοιο σύστημα, ή καλύτερα αντι-σύστημα, διαιρεί μία χώρα σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό εχθρικών στρατοπέδων, σε ομάδες που παλεύει η κάθε μία για την κυραρχία έναντι της άλλης, σε μία συνεχόμενη ροή επίθεσης και άμυνας όπως προβλέπει το καθεστώς της ζούγκλας.
Η εξουσία της μεικτής οικονομίας ασκείται από καταπιεστές, και η εφαρμογή της στην πολιτική ζωή μιας χώρας, αν και φαινομενικά μοιάζει για πολιτικώς ορθή, είναι ένας θεσπισμένος εμφύλιος πόλεμος ειδικών συμφερόντων που προσπαθούν να κατακτήσουν και να διατηρήσουν τον έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας προκειμένου να προασπίζουν τα δικά τους προνόμια με κυβερνητικές αποφάσεις, δηλαδή με την ισχύ.
Εν απουσία των ατομικών δικαιώματων, η μεικτή οικονομία μπορεί να βασίζει τη διατήρηση της επίπλαστης τάξης που υποτίθεται ότι θέτει προκειμένου να συγκρατεί τις άγριες, αρπακτικές ομάδες που η ίδια δημιουργεί και να διατηρεί ένα επίπλαστο δίχτυ ασφαλείας μονάχα μέσω του συμβιβασμού: συμβιβασμός απέναντι στα πάντα σε όλους τους τομείς, υλικό, πνευματικό, διανοητικό, προκειμένου καμία ομάδα να μην περάσει ποτέ την κόκκινη γραμμή και να υπερκεράσει το σάπιο διακυβερνητικό οικοδόμημα.
Ο μοναδικός κίνδυνος για τη μεικτή οικονομία, είναι το οτιδήποτε δεν συμβιβάζεται: μια αξία, μια αρετή ή μια ιδέα. Ο μοναδικός εχθρός είναι ένα άτομο, μια ιδέα, ένα κίνημα που δεν συμβιβάζεται. Ο μοναδικός εχθρός είναι η ακεραιότητα.
Περιττό να πούμε ποιοι είναι οι νικητές και οι ποιοι οι μονίμως χαμένοι σε ένα τέτοιο παιχνίδι.
Είναι επίσης κάτι παραπάνω από προφανές τι είδους ενότητα (ή συναίνεση) προϋποθέτει ένα τέτοιο παιχνίδι: την ενότητα μιας σιωπηρής συμφωνίας σε ένα πλαίσιο χωρίς κανόνες όπου όλα επιτρέπονται (ή διαπραγματεύονται) μέσα από την πίεση, τον έλεγχο, τις χάρες, τις δημόσιες σχέσεις, το δούναι και λαβείν, τα παρακάλια, τις προδοσίες και το “δικαίωμα” ενός πολέμου όπου το λάφυρο είναι το προνόμιο του να χρησιμοποιείς ένοπλη βία εναντίον όλων εκείνων που παραμένουν, με Νόμο, άοπλοι.
Κάτι τέτοιο μπορεί να θεμελιωθεί μόνο πάνω στη βάση της μεγάλης κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης που έχει απεριόριστη ισχύ, επιτρέποντας στους νικητές να ξεφεύγουν όσο μεγάλο κι αν είναι το αδίκημά τους, μιας κυβέρνησης που δεν είναι ποτέ υπόλογη σε καμία πολιτική, που δεν δεσμεύεται από καμία ιδεολογία, μιας κυβέρνησης που αυξάνει ολοένα και περισσότερο την εξουσία της, στο όνομα της εξουσίας για την εξουσία σαν μια μεγάλη συμμορία που δεν διστάζει να πνίξει τη νομοθεσία μιας χώρας προκειμένου να υπερισχύσει. Ως εκ τούτου, το δόγμα του “συμβιβασμού” και της “διαχείρισης” μπορεί να ισχύει για όλα τα θέματα εκτός από ένα: τον περιορισμό της ίδιας της κυβέρνησης.
Για αυτό και οι τόσες κατηγορίες, συκοφαντίες, και το υστερικό μίσος που εκτοξεύεται από τους διαχειριστές της μεικτής οικονομίας εναντίον των υπερασπιστών της ελευθερίας και του καπιταλισμού.
Το σύστημα όπου η κυβέρνηση δεν εθνικοποιεί τα μέσα παραγωγής αλλά απορροφά απόλυτα τον έλεγχο της οικονομίας, ονομάζεται φασισμός.
Οι κρατιστές της κοινωνικής πρόνοιας δεν είναι σοσιαλιστές καθώς δεν κηρύττουν ή δεν προτίθενται να εθνικοποιήσουν την ιδιωτική περιουσία. Εκείνο που αποζητούν είναι να ελέγχουν τη χρήση και διάθεση της ιδιωτικής οικονομίας μέσω κυβερνητικών παρεμβατισμών. Όμως αυτό είναι ένα θεμελιώδες γνώρισμα του φασισμού.
(Καπιταλισμός, το Άγνωστο Ιδανικό)