Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε καθισμένη στο πάτωμα μέχρι που άκουσε τα βήματά τους, ύστερα τις φωνές τους κι έπειτα το κλείσιμο της εξώπορτας. Σηκώθηκε όρθια, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό στο μυαλό της, σαν να την έσπρωχνε κάποιο ένστικτο απ’ το παρελθόν, σαν να βρισκόταν σ’ έναν κόσμο όπου η εντιμότητα ήταν μια άγνωστη έννοια – μόνο που εκείνη δεν ήξερε άλλον τρόπο ν’ αντιμετωπίζει τα πράγματα.
Έπρεπε να ξεφύγει από τον Τζιμ, σκέφτηκε. Αλλά πού να πήγαινε; Θα μπορούσε να βρει μια δουλειά εδώ, σ’ αυτό το καθαριστήριο, ή σε κάθε θλιβερό κατάστημα που συναντούσε στο δρόμο της. Αλλά όσο πιο σκληρά εργαζόταν, σκέφτηκε, τόσο θ’ ανακάλυπτε την κακία και την έχθρα που φώλιαζαν στις καρδιές των ανθρώπων· όσο παρέμενε πιστή στην αρχή της εντιμότητας, τόσο θα υπέφερε από την κάλπικη πραγματικότητα που έφτιαχναν γύρω της οι άνθρωποι, χωρίς να ξέρει πότε περίμεναν απ’ αυτήν να πει αλήθεια και πότε ψέματα. Τα είχε ξαναδεί όλ’ αυτά και τα είχε υπομείνει, στο πατρικό της σπίτι, στα μαγαζιά της φτωχογειτονιάς της, και νόμιζε πως ήταν απλώς μια εξαίρεση, μια άθλια εξαίρεση την οποία έπρεπε να ξεχάσει. Τώρα ανακάλυπτε ότι δεν ήταν εξαίρεση, ότι ο κώδικας της φτωχογειτονιάς της ήταν ο κώδικας που αποδεχόταν ολόκληρος ο κόσμος, πως ήταν μια στάση ζωής, ένα δόγμα που όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν το κατονόμαζε, ένα δόγμα που φώλιαζε στο χαιρέκακο, ένοχο, ανεξιχνίαστο βλέμμα των ανθρώπων – κι ότι στη ρίζα αυτού του δόγματος, θαμμένη μες στη σιωπή, στα σκοτεινά υπόγεια της πόλης και των ψυχών, την παραμόνευε μια καταχθόνια δύναμη που δεν άφηνε κανέναν να ζήσει.
Γιατί μου το κάνετε αυτό; – ούρλιαξε σιωπηλά στο σκοτάδι γύρω της. Επειδή είσαι καλή – έμοιαζε ν’ απαντάει ένα τρανταχτό γέλιο που ξεπηδούσε απ’ τις οροφές και τους υπονόμους. Τότε δεν θέλω να είμαι πια καλή – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς – Δεν χρειάζεται να είμαι καλή – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς – Δεν το αντέχω – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Ένιωσε ν’ ανατριχιάζει κι άνοιξε το βήμα της. Αλλά κοιτάζοντας στο βάθος, μες στη θολή σκοτεινιά, είδε μπροστά της το ημερολόγιο που κρεμόταν πάνω απ’ τις στέγες της πόλης. Ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα και η γιγάντια σελίδα έλεγε 6 Αυγούστου, μα της φάνηκε πως είδε ξαφνικά την ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου γραμμένη με αίμα στον ουρανό της πόλης, και σκέφτηκε: Αν δούλευε, αν αγωνιζόταν, αν προόδευε, το μόνο που θα κέρδιζε σε κάθε της βήμα θα ήταν κι ένα καινούργιο χτύπημα, μέχρι που στο τέλος, ό,τι κι αν κατάφερνε να δημιουργήσει, είτε ένα εργοστάσιο είτε ένα αγρόκτημα, θα το ’βλεπε μια μέρα να πέφτει στα χέρια των αρπακτικών και ν’ αφανίζεται, για να μπορεί ο Τζιμ να πληρώνει τα πάρτι και τις δεξιώσεις όπου έκλεινε συμφωνίες με τους φίλους του.
Ε, τότε όχι! – ούρλιαξε μέσα της, κι έκανε μεταβολή και πήρε τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής. Όμως κοιτάζοντας τον καπνό στην οροφή του καθαριστηρίου, της φάνηκε πως έβλεπε μπροστά της ένα πελώριο πρόσωπο που χαμογελούσε χαιρέκακα αλλάζοντας συνεχώς μορφή· ήταν το πρόσωπο του Τζιμ, ήταν το πρόσωπο του ιερέα της φτωχογειτονιάς της, ήταν το πρόσωπο της κοινωνικής λειτουργού από το τμήμα προσωπικού του καταστήματος όπου εργαζόταν – και το μοχθηρό χαμόγελο έμοιαζε να της λέει: Άνθρωποι σαν εσένα θα μένουν πάντα τίμιοι, θα εργάζονται πάντα σκληρά, θα παλεύουν για να προοδεύσουν, χωρίς δυνατότητα επιλογής, ώστε εμείς να μπορούμε να ζούμε με ασφάλεια.
Ξανάρχισε να τρέχει. Όταν κάποια στιγμή κοίταξε γύρω της, διαπίστωσε ότι περπατούσε σ’ έναν ήσυχο δρόμο, περιστοιχισμένο από γυάλινες πόρτες πολυτελών κτηρίων με κατάφωτες εισόδους και διαδρόμους στρωμένους με χαλιά. Συνειδητοποίησε ότι κούτσαινε κι είδε το τακούνι της γόβας της να κρέμεται· είχε σπάσει σε κάποιο βήμα της ξέφρενης απόδρασής της.
Φτάνοντας στο άνοιγμα μιας διασταύρωσης, κοίταξε τους ψηλούς ουρανοξύστες που διαγράφονταν στο βάθος. Τα κτίρια τυλίγονταν σ’ ένα κοκκινωπό πέπλο ομίχλης ενώ κάτι λιγοστά φωτάκια που θύμιζαν χαμόγελο αποχαιρετισμού λαμπύριζαν στους γυάλινους τοίχους τους. Κάποτε, μέσα στο στάσιμο βάλτο των παιδικών της χρόνων, τα κτίρια αυτά ήταν μια υπόσχεση, μια απόδειξη πως υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Τώρα ήξερε ότι δεν ήταν παρά τεράστιες ταφόπετρες, θεόρατοι οβελίσκοι που είχαν ανεγερθεί στη μνήμη όσων ανθρώπων αφανίστηκαν επειδή τόλμησαν να τα δημιουργήσουν, ήταν το παγωμένο σχήμα της σιωπηλής κραυγής που ούρλιαζε ότι ανταμοιβή του επιτεύγματος είναι το μαρτύριο.
Δεν έχω πουθενά να πάω –σκέφτηκε παραπατώντας–, δεν μπορώ ούτε να σταματήσω ούτε να προχωρήσω, ούτε να δουλέψω ούτε να μείνω άπραγη, ούτε να παραδοθώ ούτε να πολεμήσω… Όμως… αυτό είναι που θέλουν από μένα, εκεί με οδηγούν, έτσι θέλουν να είμαι, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, ούτε ικανή ούτε άχρηστη, θέλουν να είμαι απλώς ένας πολτός, μια μαλακή, φοβισμένη μάζα που να μπορούν να την πλάσουν όπως τους αρέσει – όλοι αυτοί που αρνούνται να δώσουν σχήμα στην ύπαρξή τους. Χώθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά νιώθοντας τρόμο στη σκέψη ότι μπορεί να συναντούσε ανθρώπινη παρουσία. Όχι, σκέφτηκε, δεν είναι κακοί, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί… απλώς είναι θύματα. Όλοι τους όμως πιστεύουν στο δόγμα του Τζιμ, κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω μαζί τους τώρα που ξέρω… κι αν τους μιλούσα, θα προσπαθούσαν να δείξουν καλή θέληση, όμως εγώ ξέρω τι θεωρούν καλό κι ότι θα έβλεπα στα μάτια τους τον θάνατο.
Το πεζοδρόμιο είχε γίνει τώρα μια στενή λωρίδα και τα σκουπίδια ξεχείλιζαν απ’ τους κάδους στις γωνιές των ετοιμόρροπων σπιτιών. Δίπλα στη μισοφωτισμένη πρόσοψη ενός μπαρ είδε τη φωτεινή επιγραφή «Στέγη Αβοήθητων Γυναικών» πάνω από μια κλειδωμένη πόρτα.
Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτά τα ιδρύματα και τι είδους γυναίκες τα διαχειρίζονταν – ήταν οι γυναίκες που δήλωναν ότι δουλειά τους είναι να βοηθούν όσους υποφέρουν. Αν έμπαινε μέσα – σκέφτηκε τρεκλίζοντας μπροστά στην είσοδο–, αν τις παρακαλούσε να τη βοηθήσουν, θα τη ρωτούσαν, «Εσύ τι έχεις κάνει;
Ποτό; Ναρκωτικά; Εγκυμοσύνη; Κλοπή;» Κι εκείνη θ’ απαντούσε, «Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα κακό, είμαι αθώα, απλώς –»
«Συγγνώμη. Εμείς δεν ασχολούμαστε με τον πόνο των αθώων».
Έτρεχε. Σταμάτησε σ’ ένα φανάρι κι είδε έναν τεράστιο δρόμο ν’ ανοίγεται μπροστά της. Είδε τις κορυφές των κτιρίων να χάνονται στον ουρανό και δυο σειρές από πράσινα φώτα να ξεμακραίνουν στο βάθος, να κρέμονται στο κενό λες κι οδηγούσαν σ’ άλλες πολιτείες, σ’ άγνωστους τόπους και θάλασσες πάνω στη γη. Το πράσινο χρώμα των φαναριών ανάδινε μια γαλήνια αύρα, σαν να σε καλούσε σ’ ένα ατέλειωτο, ασφαλές ταξίδι. Ύστερα το φως έγινε κόκκινο και τα φανάρια νόμιζες πως έπεσαν χαμηλά στη γη, πως το καθαρό κυκλικό τους σχήμα είχε γίνει μια θαμπή μουντζούρα που προειδοποιούσε για έναν άγνωστο, σκοτεινό κίνδυνο. Περίμενε κι είδε ένα θεόρατο φορτηγό να περνάει από μπροστά της, με τους πελώριους τροχούς του ν’ αφήνουν ένα ακόμη στρώμα γυαλάδας στο λιθόστρωτο δρόμο.
Τα φανάρια ξαναγύρισαν στο πράσινο χρώμα της ασφάλειας – όμως εκείνη έμεινε καρφωμένη στην άκρη του δρόμου, ανήμπορη να κινηθεί. Έτσι έχει ρυθμιστεί η κυκλοφορία, σκέφτηκε, για να κινείς με ασφάλεια το σώμα σου – τι γίνεται όμως με την ψυχή; Η κυκλοφορία για τις ψυχές είχε ρυθμιστεί αντίστροφα. Ο δρόμος ήταν ασφαλής όταν τα φανάρια εξέπεμπαν τη δόλια κόκκινη λάμψη, ενώ το πράσινο χρώμα της αρετής, η υπόσχεση του ανοιχτού, ανεμπόδιστου δρόμου σ’ οδηγούσε στην πορεία της συντριβής, αφού έτσι κι έκανες να διασχίσεις το δρόμο, θα ’βλεπες τις ρόδες των φορτηγών να σε συνθλίβουν. Αυτά τα αντεστραμμένα φανάρια, σκέφτηκε, κατακλύζουν τη γη οδηγώντας τη σε μια αδιέξοδη πορεία. Κι όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σακατεμένους κι ανάπηρους που σέρνουν πειθήνια τ’ ακρωτηριασμένα μέλη τους μέχρι ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή, χωρίς ποτέ να καταλάβουν τι τους ρήμαξε, λέγοντας μόνο ότι πυρήνας της ύπαρξης είναι το μαρτύριο κι ο πόνος – ενώ οι ρυθμιστές της ηθικής κυκλοφορίας τούς υπενθυμίζουν γελώντας ειρωνικά ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ανίκανος να περπατήσει.
Δεν έβρισκε τη δύναμη να εκφράσει με λόγια όσα κατέκλυζαν το μυαλό της, όσα την έκαναν να χτυπάει μανιασμένα τις γροθιές της στη σιδερένια κολόνα των φαναριών δίπλα της, σ’ αυτό τον κούφιο σωλήνα με το σκουριασμένο μηχανισμό που στρίγκλιζε χαιρέκακα σηματοδοτώντας με το στριγκό του ήχο την αδυσώπητη λειτουργία του.
Δεν μπορούσε να τον καταστρέψει με τις γροθιές της, δεν μπορούσε να γκρεμίσει έναν-ένα όλους τους στύλους που έβλεπε να χάνονται στο βάθος του δρόμου – όπως δεν θα μπορούσε να γκρεμίσει αυτό το άθλιο δόγμα και να το εξαφανίσει απ’ τις καρδιές των ανθρώπων που θα συναντούσε στο δρόμο της. Δεν μπορούσε πια να ζήσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει τα βήματά τους – όμως, τι μπορούσε να τους πει; Της ήταν αδύνατο να βρει τις λέξεις για να περιγράψει αυτό που ήξερε, της ήταν αδύνατο να κάνει τη φωνή της ν’ ακουστεί. Τι θα τους έλεγε; Σε ποιους θα μπορούσε να μιλήσει; Πού ήταν τώρα αυτοί οι άνθρωποι;
Τα λόγια δεν σχηματίζονταν στο μυαλό της, τα ένιωθε μόνο μέσ’ από τις γροθιές της που κοπανούσαν με λύσσα το μεταλλικό στύλο. Όταν είδε τα καταματωμένα χέρια της, όταν συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε μανιασμένα μια ακίνητη κολόνα, τραβήχτηκε απότομα ριγώντας απ’ τον τρόμο. Συνέχισε να περπατάει χωρίς να βλέπει τίποτα γύρω της. Το μόνο που ένιωθε ήταν πως είχε παγιδευτεί σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς διαφυγή.
Δεν υπάρχει διαφυγή –θραύσματα σκέψης ηχούσαν στο μυαλό της σμίγοντας με τα βήματά της στο λιθόστρωτο–, δεν υπάρχει διαφυγή… δεν υπάρχει διέξοδος… δεν υπάρχουν σημάδια… δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον κίνδυνο απ’ τη σιγουριά, τον εχθρό απ’ το φίλο… Θυμήθηκε ένα σκυλί για το οποίο είχε ακούσει να μιλάνε κάποτε… ένα σκυλί κλεισμένο μέσα σ’ ένα εργαστήριο… το σκυλί που είχε μάθει ν’ ανταποκρίνεται σ’ ερεθίσματα χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει την ευχαρίστηση απ’ τον πόνο, που έβλεπε το φαγητό να μεταλλάσσεται σε χτυπήματα και τα χτυπήματα σε φαγητό, που έβλεπε τα μάτια και τ’ αυτιά του να το εξαπατούν, που έβλεπε την κρίση και τη συνείδησή του να θρυμματίζονται μέσα σ’ ένα ρευστό, άμορφο κόσμο, μέχρι που στο τέλος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να ζει μ’ αυτό το τίμημα… Όχι! –ήταν η μόνη συνειδητή λέξη στο μυαλό της– όχι! όχι! όχι! – δεν θ’ ακολουθήσω τα βήματά σας! Δεν θα δεχτώ τον κόσμο σας – ακόμα κι αν αυτό το «όχι» είναι το μόνο πράγμα που μου έχει απομείνει!