Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Η αγάπη ως καταστροφή

Αν η κινητήρια δύναμη που ωθεί τους ανθρώπους να επιλέξουν ένα άτομο ως επίκεντρο της ζωής και του ενδιαφέροντός τους πηγάζει από την ανάγκη τους να αγαπήσουν –σκέφτηκε– τότε ήταν αλήθεια πως η Λίλιαν τον αγαπούσε. Όμως αφού για αυτόν η αγάπη ήταν ένας ύμνος στον εαυτό του και τη ζωή, τότε για κείνους που μισούσαν τον εαυτό τους και τη ζωή, η μόνη δυνατή μορφή αγάπης ήταν η καταστροφή. Η Λίλιαν τον είχε επιλέξει για τις αρετές του, για τη δύναμη, την αυτοπεποίθηση και την περηφάνια του, τον είχε επιλέξει ως σύμβολο της ζωτικής δύναμης του ανθρώπου, όμως ο σκοπός της ήταν ο αφανισμός αυτής της δύναμης.

Είδε την πρώτη τους συνάντηση: είδε τον εαυτό του, τον άντρα με την αστείρευτη ενέργεια και την ανυπότακτη φιλοδοξία, τον άνθρωπο του επιτεύγματος που τρέφεται από τη φλόγα του οράματός του, να στέκεται μόνος ανάμεσα σε αυτά τα υποκριτικά πλάσματα, σε αυτά τα απόβλητα της ανθρώπινης γνώσης που αυτοαποκαλούνται πνευματική αφρόκρεμα και τρέφονται σαν παράσιτα από τη διάνοια των άλλων, προβάλλοντας την απόρριψη του νου ως μόνο όπλο για καταξίωση και τη δίψα τους να ελέγξουν τον κόσμο ως απόλυτη επιθυμία· είδε εκείνη, τον κόλακα της αυτοαποκαλούμενης αφρόκρεμας, τον άνθρωπο που θεωρεί την ανικανότητα υπεροχή και την κενοδοξία αρετή, τη γυναίκα που απευθύνεται στο σύμπαν με ένα μόνιμα χυδαίο σαρκασμό στερεωμένο στο πρόσωπό της· είδε ξανά τον εαυτό του να αντιμετωπίζει απονήρευτα την εχθρική συμπεριφορά τους, θεωρώντας την απλώς μια επιτηδευμένη στάση που εκείνος καταφρονούσε· είδε ξανά εκείνη να τον κοιτάζει σαν απειλή για τον επίπλαστο κόσμο τους, σαν πρόκληση, σαν μίασμα.

Το ίδιο κίνητρο που ωθεί άλλους να θέλουν να υποδουλώσουν μια αυτοκρατορία, εκείνη την ωθούσε, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, να θέλει να τον κάνει υποχείριό της. Σκοπός την ήταν να τον καταστρέψει, να αφανίσει μια αξία την οποία δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί, λες και με αυτό τον τρόπο θα έκανε δικό της το μεγαλείο του, λες και –σκέφτηκε ριγώντας από φρίκη– λες κι ο βάνδαλος που ισοπεδώνει ένα μνημείο μπορεί να θεωρηθεί σπουδαιότερος από τον καλλιτέχνη, λες κι ο δολοφόνος που σκοτώνει ένα παιδί είναι ανώτερος από τη μάνα που το γέννησε.

Θυμήθηκε την ειρωνεία της, τον υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε πάντα τη δουλειά του, το χαλυβουργείο του, το μέταλλό του, την επιτυχία του, θυμήθηκε την επιθυμία της να τον δει μεθυσμένο, έστω και μια φορά, τις προσπάθειές της να τον σπρώξει στην απιστία, την ικανοποίησή της στη σκέψη πως είχε ξεπέσει σε κάποιο φτηνό ειδύλλιο, τον τρόμο της όταν ανακάλυψε πως το ειδύλλιο αυτό ήταν εξύψωση και όχι ξεπεσμός. Η στρατηγική της επίθεσής της, που τόσο πολύ τον μπέρδευε στο παρελθόν, ήταν απόλυτα συνεπής και ξεκάθαρη. Την αυτοεκτίμησή του ήθελε να καταστρέψει, χρησιμοποιώντας για όπλο το δηλητήριο της ενοχής, λες και κατορθώνοντας να τον ισοπεδώσει θα νομιμοποιούσε τη δική της εξαχρείωση.

Για τον ίδιο σκοπό, για τον ίδιο λόγο και με την ίδια ικανοποίηση που άλλοι εξυφαίνουν σύνθετα φιλοσοφικά συστήματα για να ισοπεδώνουν γενιές ανθρώπων ή χώρες ολόκληρες εγκαθιδρύοντας δικτατορίες, εκείνη, με όπλο τη θηλυκότητά της, έκανε σκοπό της ζωής της να εξοντώσει έναν άντρα.

Ο δικός σας κώδικας είναι ο κώδικας της ζωής –άκουσε να του λέει η φωνή του νεαρού μέντορά του–, ο δικός τους ποιος είναι;

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η θρησκεία της “ειρήνης”

Με τον θάνατό του από πυρά ελεύθερου σκοπευτή έληξε η κατ’ οίκον πολιορκία του 24χρονου τζιχαντιστή Μοχάμεντ Μερά που πυροβόλησε και σκότωσε έξω από εβραϊκό σχολείο της Τουλούζης, έναν ραββίνο, με τους δύο γιους του, 3 και 6 χρονών, καθώς και την κόρη του διευθυντή, 9 χρονών, την περασμένη Δευτέρα το πρωί. Ο μακελάρης του ισλάμ, που είχε δολοφονήσει και 3 Γάλλους στρατιώτες εκτός μάχης, ενεργούσε στο όνομα της Αλ Κάιντα για χάρη των παιδιών της Παλαιστίνης και είχε δηλώσει πριν πεθάνει πως το μόνο πράγμα για το οποίο μετανιώνει είναι που δεν είχε προλάβει να σκοτώσει περισσότερα παιδιά. Οι κηδείες του άτυχου πατέρα και των τριών παιδιών έγιναν στο Ισραήλ. Η μητέρα του 9χρονου κοριτσιού δήλωσε πως δεν ξαναγυρίζει πίσω στην Γαλλία.


Μια πράξη αυτοσυντήρησης

… δεν υπήρχε ούτε μια στάλα λογικής σε όλ’ αυτά, και άρα ήταν μάταιο ν’ αναζητήσει την αιτία. Νόμιζε πως υπάρχει πάντα κάποιος σκοπός πίσω απ’ το κακό και τη δολιότητα. Αυτό που αντίκριζε τώρα ήταν ο θρίαμβος του κακού για χάρη του ίδιου του κακού.

Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε καθισμένη στο πάτωμα μέχρι που άκουσε τα βήματά τους, ύστερα τις φωνές τους κι έπειτα το κλείσιμο της εξώπορτας. Σηκώθηκε όρθια, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό στο μυαλό της, σαν να την έσπρωχνε κάποιο ένστικτο απ’ το παρελθόν, σαν να βρισκόταν σ’ έναν κόσμο όπου η εντιμότητα ήταν μια άγνωστη έννοια – μόνο που εκείνη δεν ήξερε άλλον τρόπο ν’ αντιμετωπίζει τα πράγματα.

Έπρεπε να ξεφύγει από τον Τζιμ, σκέφτηκε. Αλλά πού να πήγαινε; Θα μπορούσε να βρει μια δουλειά εδώ, σ’ αυτό το καθαριστήριο, ή σε κάθε θλιβερό κατάστημα που συναντούσε στο δρόμο της. Αλλά όσο πιο σκληρά εργαζόταν, σκέφτηκε, τόσο θ’ ανακάλυπτε την κακία και την έχθρα που φώλιαζαν στις καρδιές των ανθρώπων· όσο παρέμενε πιστή στην αρχή της εντιμότητας, τόσο θα υπέφερε από την κάλπικη πραγματικότητα που έφτιαχναν γύρω της οι άνθρωποι, χωρίς να ξέρει πότε περίμεναν απ’ αυτήν να πει αλήθεια και πότε ψέματα. Τα είχε ξαναδεί όλ’ αυτά και τα είχε υπομείνει, στο πατρικό της σπίτι, στα μαγαζιά της φτωχογειτονιάς της, και νόμιζε πως ήταν απλώς μια εξαίρεση, μια άθλια εξαίρεση την οποία έπρεπε να ξεχάσει. Τώρα ανακάλυπτε ότι δεν ήταν εξαίρεση, ότι ο κώδικας της φτωχογειτονιάς της ήταν ο κώδικας που αποδεχόταν ολόκληρος ο κόσμος, πως ήταν μια στάση ζωής, ένα δόγμα που όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν το κατονόμαζε, ένα δόγμα που φώλιαζε στο χαιρέκακο, ένοχο, ανεξιχνίαστο βλέμμα των ανθρώπων – κι ότι στη ρίζα αυτού του δόγματος, θαμμένη μες στη σιωπή, στα σκοτεινά υπόγεια της πόλης και των ψυχών, την παραμόνευε μια καταχθόνια δύναμη που δεν άφηνε κανέναν να ζήσει.
Γιατί μου το κάνετε αυτό; – ούρλιαξε σιωπηλά στο σκοτάδι γύρω της. Επειδή είσαι καλή – έμοιαζε ν’ απαντάει ένα τρανταχτό γέλιο που ξεπηδούσε απ’ τις οροφές και τους υπονόμους. Τότε δεν θέλω να είμαι πια καλή – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς – Δεν χρειάζεται να είμαι καλή – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς – Δεν το αντέχω – Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.

Ένιωσε ν’ ανατριχιάζει κι άνοιξε το βήμα της. Αλλά κοιτάζοντας στο βάθος, μες στη θολή σκοτεινιά, είδε μπροστά της το ημερολόγιο που κρεμόταν πάνω απ’ τις στέγες της πόλης. Ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα και η γιγάντια σελίδα έλεγε 6 Αυγούστου, μα της φάνηκε πως είδε ξαφνικά την ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου γραμμένη με αίμα στον ουρανό της πόλης, και σκέφτηκε: Αν δούλευε, αν αγωνιζόταν, αν προόδευε, το μόνο που θα κέρδιζε σε κάθε της βήμα θα ήταν κι ένα καινούργιο χτύπημα, μέχρι που στο τέλος, ό,τι κι αν κατάφερνε να δημιουργήσει, είτε ένα εργοστάσιο είτε ένα αγρόκτημα, θα το ’βλεπε μια μέρα να πέφτει στα χέρια των αρπακτικών και ν’ αφανίζεται, για να μπορεί ο Τζιμ να πληρώνει τα πάρτι και τις δεξιώσεις όπου έκλεινε συμφωνίες με τους φίλους του.
Ε, τότε όχι! – ούρλιαξε μέσα της, κι έκανε μεταβολή και πήρε τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής. Όμως κοιτάζοντας τον καπνό στην οροφή του καθαριστηρίου, της φάνηκε πως έβλεπε μπροστά της ένα πελώριο πρόσωπο που χαμογελούσε χαιρέκακα αλλάζοντας συνεχώς μορφή· ήταν το πρόσωπο του Τζιμ, ήταν το πρόσωπο του ιερέα της φτωχογειτονιάς της, ήταν το πρόσωπο της κοινωνικής λειτουργού από το τμήμα προσωπικού του καταστήματος όπου εργαζόταν – και το μοχθηρό χαμόγελο έμοιαζε να της λέει: Άνθρωποι σαν εσένα θα μένουν πάντα τίμιοι, θα εργάζονται πάντα σκληρά, θα παλεύουν για να προοδεύσουν, χωρίς δυνατότητα επιλογής, ώστε εμείς να μπορούμε να ζούμε με ασφάλεια.

Ξανάρχισε να τρέχει. Όταν κάποια στιγμή κοίταξε γύρω της, διαπίστωσε ότι περπατούσε σ’ έναν ήσυχο δρόμο, περιστοιχισμένο από γυάλινες πόρτες πολυτελών κτηρίων με κατάφωτες εισόδους και διαδρόμους στρωμένους με χαλιά. Συνειδητοποίησε ότι κούτσαινε κι είδε το τακούνι της γόβας της να κρέμεται· είχε σπάσει σε κάποιο βήμα της ξέφρενης απόδρασής της.

Φτάνοντας στο άνοιγμα μιας διασταύρωσης, κοίταξε τους ψηλούς ουρανοξύστες που διαγράφονταν στο βάθος. Τα κτίρια τυλίγονταν σ’ ένα κοκκινωπό πέπλο ομίχλης ενώ κάτι λιγοστά φωτάκια που θύμιζαν χαμόγελο αποχαιρετισμού λαμπύριζαν στους γυάλινους τοίχους τους. Κάποτε, μέσα στο στάσιμο βάλτο των παιδικών της χρόνων, τα κτίρια αυτά ήταν μια υπόσχεση, μια απόδειξη πως υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Τώρα ήξερε ότι δεν ήταν παρά τεράστιες ταφόπετρες, θεόρατοι οβελίσκοι που είχαν ανεγερθεί στη μνήμη όσων ανθρώπων αφανίστηκαν επειδή τόλμησαν να τα δημιουργήσουν, ήταν το παγωμένο σχήμα της σιωπηλής κραυγής που ούρλιαζε ότι ανταμοιβή του επιτεύγματος είναι το μαρτύριο.

Δεν έχω πουθενά να πάω –σκέφτηκε παραπατώντας–, δεν μπορώ ούτε να σταματήσω ούτε να προχωρήσω, ούτε να δουλέψω ούτε να μείνω άπραγη, ούτε να παραδοθώ ούτε να πολεμήσω… Όμως… αυτό είναι που θέλουν από μένα, εκεί με οδηγούν, έτσι θέλουν να είμαι, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, ούτε ικανή ούτε άχρηστη, θέλουν να είμαι απλώς ένας πολτός, μια μαλακή, φοβισμένη μάζα που να μπορούν να την πλάσουν όπως τους αρέσει – όλοι αυτοί που αρνούνται να δώσουν σχήμα στην ύπαρξή τους. Χώθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά νιώθοντας τρόμο στη σκέψη ότι μπορεί να συναντούσε ανθρώπινη παρουσία. Όχι, σκέφτηκε, δεν είναι κακοί, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί… απλώς είναι θύματα. Όλοι τους όμως πιστεύουν στο δόγμα του Τζιμ, κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω μαζί τους τώρα που ξέρω… κι αν τους μιλούσα, θα προσπαθούσαν να δείξουν καλή θέληση, όμως εγώ ξέρω τι θεωρούν καλό κι ότι θα έβλεπα στα μάτια τους τον θάνατο.
Το πεζοδρόμιο είχε γίνει τώρα μια στενή λωρίδα και τα σκουπίδια ξεχείλιζαν απ’ τους κάδους στις γωνιές των ετοιμόρροπων σπιτιών. Δίπλα στη μισοφωτισμένη πρόσοψη ενός μπαρ είδε τη φωτεινή επιγραφή «Στέγη Αβοήθητων Γυναικών» πάνω από μια κλειδωμένη πόρτα.
Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτά τα ιδρύματα και τι είδους γυναίκες τα διαχειρίζονταν – ήταν οι γυναίκες που δήλωναν ότι δουλειά τους είναι να βοηθούν όσους υποφέρουν. Αν έμπαινε μέσα – σκέφτηκε τρεκλίζοντας μπροστά στην είσοδο–, αν τις παρακαλούσε να τη βοηθήσουν, θα τη ρωτούσαν, «Εσύ τι έχεις κάνει;
Ποτό; Ναρκωτικά; Εγκυμοσύνη; Κλοπή;» Κι εκείνη θ’ απαντούσε, «Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα κακό, είμαι αθώα, απλώς –»
«Συγγνώμη. Εμείς δεν ασχολούμαστε με τον πόνο των αθώων».

Έτρεχε. Σταμάτησε σ’ ένα φανάρι κι είδε έναν τεράστιο δρόμο ν’ ανοίγεται μπροστά της. Είδε τις κορυφές των κτιρίων να χάνονται στον ουρανό και δυο σειρές από πράσινα φώτα να ξεμακραίνουν στο βάθος, να κρέμονται στο κενό λες κι οδηγούσαν σ’ άλλες πολιτείες, σ’ άγνωστους τόπους και θάλασσες πάνω στη γη. Το πράσινο χρώμα των φαναριών ανάδινε μια γαλήνια αύρα, σαν να σε καλούσε σ’ ένα ατέλειωτο, ασφαλές ταξίδι. Ύστερα το φως έγινε κόκκινο και τα φανάρια νόμιζες πως έπεσαν χαμηλά στη γη, πως το καθαρό κυκλικό τους σχήμα είχε γίνει μια θαμπή μουντζούρα που προειδοποιούσε για έναν άγνωστο, σκοτεινό κίνδυνο. Περίμενε κι είδε ένα θεόρατο φορτηγό να περνάει από μπροστά της, με τους πελώριους τροχούς του ν’ αφήνουν ένα ακόμη στρώμα γυαλάδας στο λιθόστρωτο δρόμο.
Τα φανάρια ξαναγύρισαν στο πράσινο χρώμα της ασφάλειας – όμως εκείνη έμεινε καρφωμένη στην άκρη του δρόμου, ανήμπορη να κινηθεί. Έτσι έχει ρυθμιστεί η κυκλοφορία, σκέφτηκε, για να κινείς με ασφάλεια το σώμα σου – τι γίνεται όμως με την ψυχή; Η κυκλοφορία για τις ψυχές είχε ρυθμιστεί αντίστροφα. Ο δρόμος ήταν ασφαλής όταν τα φανάρια εξέπεμπαν τη δόλια κόκκινη λάμψη, ενώ το πράσινο χρώμα της αρετής, η υπόσχεση του ανοιχτού, ανεμπόδιστου δρόμου σ’ οδηγούσε στην πορεία της συντριβής, αφού έτσι κι έκανες να διασχίσεις το δρόμο, θα ’βλεπες τις ρόδες των φορτηγών να σε συνθλίβουν. Αυτά τα αντεστραμμένα φανάρια, σκέφτηκε, κατακλύζουν τη γη οδηγώντας τη σε μια αδιέξοδη πορεία. Κι όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σακατεμένους κι ανάπηρους που σέρνουν πειθήνια τ’ ακρωτηριασμένα μέλη τους μέχρι ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή, χωρίς ποτέ να καταλάβουν τι τους ρήμαξε, λέγοντας μόνο ότι πυρήνας της ύπαρξης είναι το μαρτύριο κι ο πόνος – ενώ οι ρυθμιστές της ηθικής κυκλοφορίας τούς υπενθυμίζουν γελώντας ειρωνικά ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ανίκανος να περπατήσει.
Δεν έβρισκε τη δύναμη να εκφράσει με λόγια όσα κατέκλυζαν το μυαλό της, όσα την έκαναν να χτυπάει μανιασμένα τις γροθιές της στη σιδερένια κολόνα των φαναριών δίπλα της, σ’ αυτό τον κούφιο σωλήνα με το σκουριασμένο μηχανισμό που στρίγκλιζε χαιρέκακα σηματοδοτώντας με το στριγκό του ήχο την αδυσώπητη λειτουργία του.

Δεν μπορούσε να τον καταστρέψει με τις γροθιές της, δεν μπορούσε να γκρεμίσει έναν-ένα όλους τους στύλους που έβλεπε να χάνονται στο βάθος του δρόμου – όπως δεν θα μπορούσε να γκρεμίσει αυτό το άθλιο δόγμα και να το εξαφανίσει απ’ τις καρδιές των ανθρώπων που θα συναντούσε στο δρόμο της. Δεν μπορούσε πια να ζήσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει τα βήματά τους – όμως, τι μπορούσε να τους πει; Της ήταν αδύνατο να βρει τις λέξεις για να περιγράψει αυτό που ήξερε, της ήταν αδύνατο να κάνει τη φωνή της ν’ ακουστεί. Τι θα τους έλεγε; Σε ποιους θα μπορούσε να μιλήσει; Πού ήταν τώρα αυτοί οι άνθρωποι;

Τα λόγια δεν σχηματίζονταν στο μυαλό της, τα ένιωθε μόνο μέσ’ από τις γροθιές της που κοπανούσαν με λύσσα το μεταλλικό στύλο. Όταν είδε τα καταματωμένα χέρια της, όταν συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε μανιασμένα μια ακίνητη κολόνα, τραβήχτηκε απότομα ριγώντας απ’ τον τρόμο. Συνέχισε να περπατάει χωρίς να βλέπει τίποτα γύρω της. Το μόνο που ένιωθε ήταν πως είχε παγιδευτεί σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς διαφυγή.
Δεν υπάρχει διαφυγή –θραύσματα σκέψης ηχούσαν στο μυαλό της σμίγοντας με τα βήματά της στο λιθόστρωτο–, δεν υπάρχει διαφυγή… δεν υπάρχει διέξοδος… δεν υπάρχουν σημάδια… δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον κίνδυνο απ’ τη σιγουριά, τον εχθρό απ’ το φίλο… Θυμήθηκε ένα σκυλί για το οποίο είχε ακούσει να μιλάνε κάποτε… ένα σκυλί κλεισμένο μέσα σ’ ένα εργαστήριο… το σκυλί που είχε μάθει ν’ ανταποκρίνεται σ’ ερεθίσματα χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει την ευχαρίστηση απ’ τον πόνο, που έβλεπε το φαγητό να μεταλλάσσεται σε χτυπήματα και τα χτυπήματα σε φαγητό, που έβλεπε τα μάτια και τ’ αυτιά του να το εξαπατούν, που έβλεπε την κρίση και τη συνείδησή του να θρυμματίζονται μέσα σ’ ένα ρευστό, άμορφο κόσμο, μέχρι που στο τέλος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να ζει μ’ αυτό το τίμημα… Όχι! –ήταν η μόνη συνειδητή λέξη στο μυαλό της– όχι! όχι! όχι! – δεν θ’ ακολουθήσω τα βήματά σας! Δεν θα δεχτώ τον κόσμο σας – ακόμα κι αν αυτό το «όχι» είναι το μόνο πράγμα που μου έχει απομείνει!

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

“Atlas Shrugged”: Η ταινία, μέρος Ιο




Η μοναδική κάπως αρκετά καλή στιγμή; Τα εγκαίνια της γραμμής. Γιατί κατά τα άλλα, η ταινία είναι ο ορισμός της απογοήτευσης. Σοβαρά, αν κοιτάξεις στο λεξικό τη σημασία αυτής της έννοιας, θα βρεις το πρώτο μέρος της ταινίας “Atlas Shrugged”. Κρίμα, κρίμα, κρίμα.

Πέρα από “λεπτομέρειες” του τύπου, δεν ακούσαμε ούτε μία νότα από το 5ο κονσέρτο, ο καθηγητής Στάντλερ παραείναι νέος -λίγο ακόμα και θα ήταν σχεδόν συνομήλικος με τους μαθητές του-, ο Έντι είναι μαύρος (όχι ότι αυτό είναι από μόνο του κακό, αλλά πού στο καλό αναφέρεται μέσα στο βιβλίο της Ραντ), δεν υπήρξε ούτε η ελάχιστη αναφορά στην παιδική ηλικία του Φρανσίσκο όπου είχε ήδη γίνει εμφανές το ξεχωριστό του ταλέντο αλλά και το ποιοτικό του δέσιμο με την Ντάγκνι, τα μεγάλα νοήματα του Άτλαντα είναι επιεικώς ανύπαρκτα. Πρόκειται για ένα έργο που μένει πιο κάτω και από τη βάση των αναμενόμενων προσδοκιών, εντελώς απογυμνωμένο από τον θησαυρό με τον οποίο τον κέντησε η Άυν Ραντ από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία λέξη του τρίτου τόμου, απολύτως στεγνό από πάθος, βάθος και τη συναρπαστική ροή των αξιών του, μία απογοήτευση και τίποτα άλλο.

Tο βλέπεις και θες να γίνεις παραγωγός και σκηνοθέτης μόνο και μόνο για να διορθώσεις αυτό το τεράστιο λάθος και να δώσεις στο τελευταίο έργο της Ραντ την αποθέωση που του αξίζει. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσεις, γιατί οι φίλοι μας εδώ από ό,τι φαίνεται ούτε καν αυτό δεν έκαναν.

Το παρακάτω τρέηλερ είναι σαφώς καλύτερο, και κάποιος που έχει λατρέψει τον Άτλαντα, καλό θα ήταν να μείνει μόνο σε αυτό!


Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Η δύναμη του νου


Η Ντάγκνι γύρισε το κεφάλι της στο ανοιχτό παράθυρο∙ κοίταξε κάτω κι είδε το αργυρόχρωμο πλευρό της μηχανής να κρέμεται στο κενό. Πέρα μακριά, το λεπτό νήμα ενός ποταμού κατηφόριζε τις πτυχώσεις μιας βουνοπλαγιάς, με τα φυλλώματα των σημύδων να σπιθίζουν γέρνοντας απαλά πάνω από την κοίτη του. Έβλεπε τη μακριά αλυσίδα των βαγονιών να ελίσσεται στο χείλος του γρανιτένιου γκρεμού και τ’ απόκρημνα βράχια να χάνονται στο βάθος, έβλεπε τις γαλαζοπράσινες μεταλλικές σπείρες να ξετυλίγονται πίσω από το τρένο.


Μια βραχοπλαγιά ορθώθηκε ξαφνικά μπροστά τους, γέμισε το παρμπρίζ της μηχανής, σκοτείνιασε την καμπίνα, έφτασε τόσο κοντά, που νόμιζες ότι δεν θα προλάβαιναν να την αποφύγουν. Τότε ακούστηκε το στρίγκλισμα των τροχών στη στροφή, ενώ το φως πλημύρισε ξανά την καμπίνα – και η Ντάγκνι είδε μπροστά της ένα ευθύ κομμάτι γραμμής να τρέχει παράλληλα με το χείλος του γκρεμού. Η γραμμή κατέληγε στο κενό. Η μύτη της μηχανής έμοιαζε να στοχεύει κατευθείαν τον ουρανό. Δεν υπήρχε τίποτα για να τους συγκρατήσει παρά μόνο δυο λωρίδες γαλαζοπράσινου μετάλλου που χάνονταν πίσω από τη στροφή.


Τι ήταν αυτό που κατεύθυνε την παλλόμενη κίνηση δεκαέξι κινητήρων και την ορμή επτά χιλιάδων τόνων χάλυβα και φορτίου; – είπε μέσα της. Τι άλλο μπορούσε να χαλιναγωγήσει αυτή την τρομακτική δύναμη, υποχρεώνοντάς τη ν’ ακολουθήσει πιστά την καμπύλη τροχιά μιας στροφής, αν όχι το θαυμαστό επίτευγμα δύο μεταλλικών λωρίδων με φάρδος που δεν ξεπερνοόυσε το μέγεθος του μπράτσου της; Ποια δύναμη είχε δώσει σε μια αθέατη διάταξη μορίων αυτή την εκπληκτική δυνατότητα από την οποία εξαρτιόνταν οι ζωές τους και οι ζωές όλων εκείνων που περίμεναν την άφιξη των ογδόντα βαγονιών; Είδε ένα ανθρώπινο πρόσωπο και δυο χέρια να κινούνται μπροστά στο πύρωμα ενός εργαστηριακού κλιβάνου, από όπου έρεε το λευκό υγρό ενός δείγματος μετάλλου.


Ένιωσε να την κυριεύει μια έντονη, ανυπότακτη συγκίνηση. Στράφηκε στην πόρτα που έκρυβε το μηχανοστάσιο, την άνοιξε διάπλατα, αφήνοντας να ξεχυθεί ένας εκκωφαντικός θόρυβος, και χάθηκε μέσα στην παλμική κίνηση της καρδιάς της μηχανής.


Για μια στιγμή νόμισε πως συρρικνώθηκε ολόκληρη σε μια μόνο αίσθηση, στην αίσθηση της ακοής∙ ο ήχος που κατέκλυζε τ’ αυτιά της ήταν ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που δυνάμωνε, χαμήλωνε, δυνάμωνε – αδιάκοπα. Στεκόταν μέσα σ’ ένα σφραγισμένο μεταλλικό θάλαμο που σειόταν ασταμάτητα και κοίταζε τις γιγάντιες γεννήτριες. Τις κοίταζε με λαχτάρα, γιατί η αίσθηση θριάμβου που ένιωθε μέσα της οφειλόταν σ’ αυτές, στην αγάπη της γι’ αυτές, στο λόγο που την είχε κάνει να επιλέξει μια ζωή αφιερωμένη στη δουλειά. Πλημμυρισμένη από την αφύσικη διαύγεια που προξενεί συνήθως μια δυνατή συγκίνηση, ένιωσε ν’ ανακαλύπτει κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή της αλλά που έπρεπε να το μάθει. Γέλασε δυνατά, μα δεν άκουσε τον ήχο που βγήκε από μέσα της∙ τίποτα δεν ακουγόταν μέσα στην αδιάκοπη έκρηξη. «Η Γραμμή Τζον Γκολτ!» φώναξε, απλώς και μόνο για να νιώσει τη φωνή της να σκορπίζεται βγαίνοντας από τα χείλη της.


Κινήθηκε αργά κατά μήκος των κινητήρων ακολουθώντας ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στις μηχανές και το τοίχωμα του θαλάμου. Ένιωσε σαν απρόσκλητος επισκέπτης, σαν να παραβίαζε ένα άβατο, σαν να ‘χε γλιστρήσει μέσα σ’ ένα ζωντανό οργανισμό τρυπώντας κάτω απ’ το αργυρόχρωμο δέρμα του και παρακολουθούσε τον παλμό της καρδιάς του, τον παλμό των γκρίζων μεταλλικών κυλίνδρων, των σπειροειδών πηνίων, των σφραγισμένων σωλήνων, της σπασμωδικής περιστροφής των πτερυγίων πίσω από τα δικτυωτά πλέγματα. Η περίπλοκη λειτουργία της κατασκευής που ορθωνόταν δίπλα της περνούσε μέσα από αόρατα κανάλια, ενώ η παράφορη δύναμη που παραγόταν ξεσπούσε στις λεπτές βελόνες των γυάλινων οργάνων ένδειξης, στα πράσινα και κόκκινα φωτάκια που αναβόσβηναν στα ταμπλό, στα ψηλά, μακρόστενα ντουλάπια όπου ήταν τυπωμένη με έντονα γράμματα η ένδειξη «Υψηλή Τάση».


Γιατί άραγε ένιωθε πάντα τόση έξαψη και σιγουριά όταν κοίταζε τις μηχανές; – σκέφτηκε. Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της άψυχης φύσης απουσίαζαν ολοφάνερα απ’ αυτά τα γιγαντιαία κατασκευάσματα: το αναίτιο και το άσκοπο. Το κάθε κομμάτι των μηχανών ήταν μια απάντηση στο «Γιατί;» και στο «Πώς;» – σαν τα βήματα που χαράζει η πορεία της ζωής ενός ανθρώπινου μυαλού αντάξιου του θαυμασμού της. Οι μηχανές ήταν ένας ηθικός κώδικας φτιαγμένος από χάλυβα.


Είναι ζωντανές, σκέφτηκε, γιατί αποτελούν την υλική έκφραση της ενέργειας που παράγεται από μια ζωτική δύναμη της ενέργειας του μυαλού που κατάφερε να συλλάβει αυτό το περίπλοκο κατασκεύασμα, να ορίσει τον σκοπό του και να του δώσει μορφή. Για μια στιγμή νόμισε πως οι κινητήρες ήταν διάφανοι και πως έβλεπε το δίκτυο του νευρικού τους συστήματος. Ήταν ένα δίκτυο πολύ πιο περίπλοκο, πολύ πιο ουσιώδες από την απτή μορφή των συρμάτων και των κυκλωμάτων τους: ήταν οι λογικοί συνειρμοί του ανθρώπινου νου που επινόησε για πρώτη φορά αυτά τα κομμάτια.


Είναι ζωντανές, σκέφτηκε, όμως η ψυχή τους δεν είναι αυτόνομη. Η ψυχή τους βρίσκεται μέσα σε κάθε άνθρωπο που έχει τη δύναμη να πετύχει αυτό το κατόρθωμα. Αν η ψυχή εξαφανιστεί από τη γη, οι μηχανές θα πάψουν να κινούνται, επειδή η δύναμη που τις κρατάει ζωντανές δεν είναι ούτε το πετρέλαιο – που θα ξαναγίνει ακατέργαστο πέτρωμα χωμένο κάτω απ’ τη γη στα βάθη του χρόνου – ούτε οι χαλύβδινοι κύλινδροι – που θα γίνουν κηλίδες σκουριάς στους τοίχους των σπηλαίων πρωτόγονων ανθρώπων –, αλλά η δύναμη της ψυχής και του ανθρώπινου νου, η δύναμης της σκέψης, της επιλογής και του σκοπού.


Ξεκίνησε για την καμπίνα νιώθοντας την ανάγκη να γελάσει, να λυγίσει τα γόνατά της, να τεντώσει ψηλά τα χέρια της, για ν’ απελευθερώσει αυτό το συναίσθημα που δεν είχε άλλον τρόπο να εκφραστεί.Ξαφνικά σταμάτησε. Είδε τον Ρίρντεν να στέκεται στα σκαλοπάτια της πόρτας που οδηγούσε στην καμπίνα. Την κοίταξε σαν να καταλάβαινε τον λόγο της απόδρασής της. Έμειναν ακίνητοι∙ τα σώματά τους έγιναν δύο βλέμματα που διασταυρώθηκαν σ’ ένα στενό πέρασμα. Ο παλμός του σώματός της είχε γίνει ένα με τον παλμό των μηχανών – ένας παλμός που της φάνηκε ότι πήγαζε από κείνον, ένα ρυθμικός χτύπος που εξουδετέρωνε τη βούλησή της. Γύρισαν στην καμπίνα, σιωπηλοί, γνωρίζοντας κι οι δυο το απόκρυφο νόημα εκείνης της στιγμής.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Ο όρκος

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ

ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΧΤΩ ΠΟΤΕ ΝΑ ΖΗΣΩ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΖΗΤΗΖΩ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ
ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΜΟΥ


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Απεργία

«Τι σας φαίνεται τόσο παράξενο; Όλες οι επαγγελματικές τάξεις σταματούν να εργάζονται όποτε το κρίνουν απαραίτητο, προκειμένου να εκθέσουν τα αιτήματά τους στον κόσμο και ν’ απαιτήσουν την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους και της παρουσίας τους. Μόνο μία επαγγελματική κατηγορία δεν έχει απεργήσει ποτέ στην ιστορία: οι άνθρωποι που κουβαλούν στους ώμους τους τον κόσμο, οι άνθρωποι που κρατούν τον κόσμο ζωντανό χωρίς να εισπράττουν καμιά ανταμοιβή για την προσφορά τους παρά μόνο τιμωρία. Τώρα όμως ήρθε η σειρά τους. Είναι καιρός να καταλάβει ο κόσμος ποιοι είναι, τι κάνουν και τι συμβαίνει όταν αρνούνται να εργαστούν. Αυτή εδώ είναι η απεργία των ανθρώπων του νου, κυρία Τάγκαρτ. Είναι η απεργία της ανθρώπινης διάνοιας.»

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Οι ανεύθυνοι υπεύθυνοι

Λίγο πριν φτάσουν στο τούνελ, μια γλώσσα ζωντανής φωτιάς φάνηκε να λικνίζεται στον άνεμο πέρα μακριά στο νότο, σ’ ένα κενό χώρο που ανοιγόταν ανάμεσα στον ουρανό και τα βράχια. Κανείς από τους επιβάτες δεν ήξερε τι είναι και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει.

Ο κόσμος λέει πως τα δυστυχήματα δεν ειναι παρά τυχαία γεγονότα που οφείλονται στην κακιά στιγμή, κι ήταν πολλοί εκείνοι που θα ‘λεγαν πως οι επιβάτες του Κομήτη δεν ευθύνονται σε καμιά περίπτωση για ό,τι τους συνέβη.

Ο άντρας στο Διαμέρισμα Α, στο Βαγόνι Αρ. 1, ήταν ένας καθηγητής κοινωνιολογίας που δίδασκε πως οι ατομικές ικανότητες δεν έχουν καμιά σημασία, πως η ατομική προσπάθεια είναι μάταιη, πως η ατομική συνείδηση είναι άσκοπη πολυτέλεια, πως δεν υπάρχει εξατομικευμένος νους, χαρακτήρας ή επίτευγμα, πως τα πάντα επιτυγχάνονται συλλογικά και πως αυτό που μετράει είναι οι μάζες κι όχι οι μεμονωμένοι άνθρωποι.

Ο άντρας στην Κουκέτα 7, στο Βαγόνι Αρ. 2, ήταν ένας δημοσιογράφος ο οποίος υποστήριζε πως είναι σωστό και ηθικό να χρησιμοποιεί κανείς τον εξαναγκασμό όταν πρόκειται για «καλό σκοπό». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος πίστευε πως έχει δικαίωμα να καταπνίγει φιλοδοξίες, να στραγγαλίζει επιθυμίες, να βιάζει πεποιθήσεις, να φυλακίζει, να λεηλατεί, να δολοφονεί –στο όνομα αυτού που εκείνος επέλεγε ως «καλό σκοπό», χωρίς ωστόσο να στηρίζει την επιλογή του σε κάποια λογική βάση, αφού δεν είχε προσδιορίσει ποτέ τι θεωρούσε καλό, παρά μόνο δήλωνε ότι αυτό που τον καθοδηγούσε ήταν «ένα αίσθημα» το οποίο δεν υποτασσόταν στη γνώση, καθότι θεωρούσε τα συναισθήματα ανώτερα της γνώσης, πράγμα που του έδινε το δικαίωμα να βασίζεται μόνο στις δικές του «καλές προθέσεις» και στην δύναμη του όπλου.

Η γυναίκα στην Κουκέτα 10, στο Βαγόνι Αρ. 3, ήταν μια ηλικωμένη δασκάλα που είχε γαλουχήσει γενιές άμοιρων μαθητών, μετατρέποντάς τους σε άβουλα, εξαρτημένα υποκείμενα, διδάσκοντάς τους πως η βούληση της πλειοψηφίας είναι το μόνο κριτήριο καθορισμού του καλού και του κακού, πως η πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι της αρέσει και πως δεν πρέπει ν’ αναπτύσει καννείς τη δική του προσωπικότητα, αλλά να κάνει ό,τι κάνουν οι πολλοί.

Ο άντρας στο Σαλόνι Β, στο Βαγόνι Αρ. 4, ήταν ένας εκδότης εφημερίδας που πίστευε πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός κι ανίκανος για ελευθερία, πως τα βασικά του ένστικτα αν αφεθούν ανεξέλεγκτα, θα τον οδηγήσουν στο ψέμα, στην αρπαγή και το φόνο – επομένως οι άνθρωποι πρέπει να διοικούνται από κυβερνήτες που θα χρησιμοποιούν ως αποκλειστικό προνόμιο το ψέμα, την αρπαγή και το φόνο, ώστε να τους αναγκάζουν να εργάζονται, να τους μαθαίνουν να είναι ηθικοί και να τους επιβάλλουν την τάξη και τη δικαιοσύνη.

Ο άντρας στο Διαμέρισμα Η, στο Βαγόνι Αρ. 5, ήταν ένας επιχειρηματίας που είχε αποκτήσει την επιχείρησή του, ένα μεταλλείο, με τη βοήθεια κυβερνητικού δανείου χάρη στο Νομοσχέδιο Ίσων Ευκαιριών. Ο άντρας στο Σαλόνι Α, στο Βαγόνι Αρ. 6, ήταν ένας χρηματιστής που είχε κάνει περιουσία αγοράζοντας «παγωμένα» σιδηροδρομικά ομόλογα και βάζοντας έπειτα τους φίλους του στην Ουάσιγκτον να τα «ξεπαγώσουν».

Ο άντρας στο Σαλόνι Α, στο Βαγόνι Αρ. 6, ήταν ένας χρηματιστής που είχε κάνει περιουσία αγοράζοντας «παγωμένα» σιδηροδρομικά ομόλογα και βάζοντας έπειτα τους φίλους του στην Ουάσιγκτον να τα «ξεπαγώσουν».

Ο άντρας στη Θέση 5, στο Βαγόνι Αρ. 7, ήταν ένας εργάτης που πίστευε πως είχε «δικαίωμα» σε μια δουλειά, άσχετα αν τον ήθελε ή όχι ο εργοδότης του.

Η γυναίκα στην Κουκέτα 6, στο Βαγόνι Αρ. 8, ήταν μια λέκτορας που πίστευε ότι, ως καταναλωτής, είχε «δικαίωμα» να απαιτεί μεταφορικές υπηρεσίες, άσχετα αν οι ιδιοκτήτες των σιδηροδρόμων ήθελαν ή όχι να τις παρέχουν.

Ο άντρας στην Κουκέτα 2, στο Βαγόνι Αρ. 9, ήταν ένας καθηγητής οικονομικών που κήρυσσε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, εξηγώντας ότι ο ανθρώπινος νους δεν παίζει κανένα ρόλο στη βιομηχανική παραγωγή, ότι τα εργαλεία παραγωγής είναι αυτά που διαπλάθουν το μυαλό του ανθρώπου κι ότι σε τελική ανάλυση, οποιοσδήποτε μπορεί να διαχειριστεί ένα εργοστάσιο ή έναν σιδηρόδρομο, αφού η διαχείριση είναι απλώς θέμα κατοχής των μηχανημάτων και του εξοπλισμού.

Η γυναίκα στο Διαμέρισμα Δ, στο Βαγόνι Αρ. 10, ήταν μια μητέρα που είχε βάλει τα δυο παιδιά της για ύπνο τακτοποιώντας τα προσεκτικά στα κρεβάτια τους για να τα προφυλάξει από τις στροφές και τις αναταράξεις∙ ο άντρας της διατηρούσε ένα κυβερνητικό πόστο, από το οποίο επέβαλλε διατάξεις που εκείνη υποστήριζε λέγοντας, «Δεν με ενδιαφέρει. Στο κάτω κάτω, μόνο τους πλουσίους χτυπούν. Εγώ πρέπει να σκεφτώ τα παιδιά μου».

Ο άντρας στην Κουκέτα 3, στο Βαγόνι Αρ. 11, ήταν ένας νευρωτικός συγγραφέας ο οποίος έγραφε θεατρικά έργα τρίτης κατηγορίας, διανθισμένα με υπαινιγμούς κι αισχρολογίες που περνούσαν το κοινωνικό μήνυμα πως όλοι οι επιχειρηματίες είναι καθάρματα.

Η γυναίκα στην Κουκέτα 9, στο Βαγόνι Αρ. 12, ήταν μια νοικοκυρά που πίστευε πως είχε δικαίωμα να εκλέγει πολιτικούς για τους οποίους δεν ήξερε τίποτα, με σκοπό τον έλεγχο των γιγαντιαίων βιομηχανιών για τις οποίες επίσης δεν είχε ιδέα.

Ο άντρας στο Διαμέρισμα Ζ, στο Βαγόνι Αρ. 13, ήταν ένας δικηγόρος που έλεγε, «Εγώ; Εγώ μπορώ να επιβιώσω σε οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα».

Ο άντρας στο Διαμέρισμα Α, στο Βαγόνι Αρ. 14, ήταν ένας καθηγητής φιλοσοφίας που δίδασκε ότι δεν υπάρχει νους –πώς πιστεύετε ότι αυτό το τούνελ είναι επικίνδυνο; – ότι δεν υπήρχε πραγματικότητα –πώς μπορείτε να αποδείξετε ότι αυτό το τούνελ υπάρχει; –, ότι δεν υπάρχει λογική –γιατί ισχυρίζεστε ότι τα τρένα δεν μπορούν να κινηθούν χωρίς κινητήρια δύναμη; –, ότι δεν υπάρχουν αρχές –γιατί να μην υποχρεώσουμε τους ανθρώπους να παραμένουν στις δουλειές τους διά της βίας; –, ότι δεν υπάρχει ηθική –τι σχέση έχει η ηθική με τη διαχείριση ενός σιδηροδρόμου; – ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα –πώς ξέρετε ότι έχετε δίκιο; –, ότι πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με τη σκοπιμότητα της στιγμής –δεν θέλετε να ρισκάρετε τις δουλειές σας, έτσι δεν είναι;

Ο άντρας στο Διαμέρισμα Α, στο Βαγόνι Αρ. 16, ήταν ένας ανθρωπιστής που επανάλαμβανε ακούραστα, «Οι ικανοί άνθρωποι; Δεν με νοιάζει αν υποφέρουν. Δεν με νοιάζει αν είναι προορισμός τους να υποφέρουν. Δεν μ’ ενδιαφέρει για ποιο λόγο υποφέρουν. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να χαλινωγούνται, ώστε να δίνονται ευκαιρίες και σε όσους δεν έχουν δυνατότητες. Ειλικρινά, δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι δίκαιο ή άδικο να υποφέρουν. Εγώ νιώθω περήφανος που αδιαφορώ για το δίκιο του ικανού, όταν αυτό που μετράει είναι ο οίκτος απέναντι στον αδύναμο».

Οι επιβάτες αυτοί ήταν ξύπνιοι∙ δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος μέσα στο τρένο που να μην ασπαζόταν μία η περίσσότερες απ’ τις ιδέες τους. Το τελευταίο πράγμα που είδαν πάνω στη γη, λίγο πριν το τρένο χαθεί μέσα στο τούνελ, ήταν ο Πυρσός του Γουάιατ.