Η Ντάγκνι γύρισε το κεφάλι της στο ανοιχτό παράθυρο∙ κοίταξε κάτω κι είδε το αργυρόχρωμο πλευρό της μηχανής να κρέμεται στο κενό. Πέρα μακριά, το λεπτό νήμα ενός ποταμού κατηφόριζε τις πτυχώσεις μιας βουνοπλαγιάς, με τα φυλλώματα των σημύδων να σπιθίζουν γέρνοντας απαλά πάνω από την κοίτη του. Έβλεπε τη μακριά αλυσίδα των βαγονιών να ελίσσεται στο χείλος του γρανιτένιου γκρεμού και τ’ απόκρημνα βράχια να χάνονται στο βάθος, έβλεπε τις γαλαζοπράσινες μεταλλικές σπείρες να ξετυλίγονται πίσω από το τρένο.
Μια βραχοπλαγιά ορθώθηκε ξαφνικά μπροστά τους, γέμισε το παρμπρίζ της μηχανής, σκοτείνιασε την καμπίνα, έφτασε τόσο κοντά, που νόμιζες ότι δεν θα προλάβαιναν να την αποφύγουν. Τότε ακούστηκε το στρίγκλισμα των τροχών στη στροφή, ενώ το φως πλημύρισε ξανά την καμπίνα – και η Ντάγκνι είδε μπροστά της ένα ευθύ κομμάτι γραμμής να τρέχει παράλληλα με το χείλος του γκρεμού. Η γραμμή κατέληγε στο κενό. Η μύτη της μηχανής έμοιαζε να στοχεύει κατευθείαν τον ουρανό. Δεν υπήρχε τίποτα για να τους συγκρατήσει παρά μόνο δυο λωρίδες γαλαζοπράσινου μετάλλου που χάνονταν πίσω από τη στροφή.
Τι ήταν αυτό που κατεύθυνε την παλλόμενη κίνηση δεκαέξι κινητήρων και την ορμή επτά χιλιάδων τόνων χάλυβα και φορτίου; – είπε μέσα της. Τι άλλο μπορούσε να χαλιναγωγήσει αυτή την τρομακτική δύναμη, υποχρεώνοντάς τη ν’ ακολουθήσει πιστά την καμπύλη τροχιά μιας στροφής, αν όχι το θαυμαστό επίτευγμα δύο μεταλλικών λωρίδων με φάρδος που δεν ξεπερνοόυσε το μέγεθος του μπράτσου της; Ποια δύναμη είχε δώσει σε μια αθέατη διάταξη μορίων αυτή την εκπληκτική δυνατότητα από την οποία εξαρτιόνταν οι ζωές τους και οι ζωές όλων εκείνων που περίμεναν την άφιξη των ογδόντα βαγονιών; Είδε ένα ανθρώπινο πρόσωπο και δυο χέρια να κινούνται μπροστά στο πύρωμα ενός εργαστηριακού κλιβάνου, από όπου έρεε το λευκό υγρό ενός δείγματος μετάλλου.
Ένιωσε να την κυριεύει μια έντονη, ανυπότακτη συγκίνηση. Στράφηκε στην πόρτα που έκρυβε το μηχανοστάσιο, την άνοιξε διάπλατα, αφήνοντας να ξεχυθεί ένας εκκωφαντικός θόρυβος, και χάθηκε μέσα στην παλμική κίνηση της καρδιάς της μηχανής.
Για μια στιγμή νόμισε πως συρρικνώθηκε ολόκληρη σε μια μόνο αίσθηση, στην αίσθηση της ακοής∙ ο ήχος που κατέκλυζε τ’ αυτιά της ήταν ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που δυνάμωνε, χαμήλωνε, δυνάμωνε – αδιάκοπα. Στεκόταν μέσα σ’ ένα σφραγισμένο μεταλλικό θάλαμο που σειόταν ασταμάτητα και κοίταζε τις γιγάντιες γεννήτριες. Τις κοίταζε με λαχτάρα, γιατί η αίσθηση θριάμβου που ένιωθε μέσα της οφειλόταν σ’ αυτές, στην αγάπη της γι’ αυτές, στο λόγο που την είχε κάνει να επιλέξει μια ζωή αφιερωμένη στη δουλειά. Πλημμυρισμένη από την αφύσικη διαύγεια που προξενεί συνήθως μια δυνατή συγκίνηση, ένιωσε ν’ ανακαλύπτει κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή της αλλά που έπρεπε να το μάθει. Γέλασε δυνατά, μα δεν άκουσε τον ήχο που βγήκε από μέσα της∙ τίποτα δεν ακουγόταν μέσα στην αδιάκοπη έκρηξη. «Η Γραμμή Τζον Γκολτ!» φώναξε, απλώς και μόνο για να νιώσει τη φωνή της να σκορπίζεται βγαίνοντας από τα χείλη της.
Κινήθηκε αργά κατά μήκος των κινητήρων ακολουθώντας ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στις μηχανές και το τοίχωμα του θαλάμου. Ένιωσε σαν απρόσκλητος επισκέπτης, σαν να παραβίαζε ένα άβατο, σαν να ‘χε γλιστρήσει μέσα σ’ ένα ζωντανό οργανισμό τρυπώντας κάτω απ’ το αργυρόχρωμο δέρμα του και παρακολουθούσε τον παλμό της καρδιάς του, τον παλμό των γκρίζων μεταλλικών κυλίνδρων, των σπειροειδών πηνίων, των σφραγισμένων σωλήνων, της σπασμωδικής περιστροφής των πτερυγίων πίσω από τα δικτυωτά πλέγματα. Η περίπλοκη λειτουργία της κατασκευής που ορθωνόταν δίπλα της περνούσε μέσα από αόρατα κανάλια, ενώ η παράφορη δύναμη που παραγόταν ξεσπούσε στις λεπτές βελόνες των γυάλινων οργάνων ένδειξης, στα πράσινα και κόκκινα φωτάκια που αναβόσβηναν στα ταμπλό, στα ψηλά, μακρόστενα ντουλάπια όπου ήταν τυπωμένη με έντονα γράμματα η ένδειξη «Υψηλή Τάση».
Γιατί άραγε ένιωθε πάντα τόση έξαψη και σιγουριά όταν κοίταζε τις μηχανές; – σκέφτηκε. Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της άψυχης φύσης απουσίαζαν ολοφάνερα απ’ αυτά τα γιγαντιαία κατασκευάσματα: το αναίτιο και το άσκοπο. Το κάθε κομμάτι των μηχανών ήταν μια απάντηση στο «Γιατί;» και στο «Πώς;» – σαν τα βήματα που χαράζει η πορεία της ζωής ενός ανθρώπινου μυαλού αντάξιου του θαυμασμού της. Οι μηχανές ήταν ένας ηθικός κώδικας φτιαγμένος από χάλυβα.
Είναι ζωντανές, σκέφτηκε, γιατί αποτελούν την υλική έκφραση της ενέργειας που παράγεται από μια ζωτική δύναμη της ενέργειας του μυαλού που κατάφερε να συλλάβει αυτό το περίπλοκο κατασκεύασμα, να ορίσει τον σκοπό του και να του δώσει μορφή. Για μια στιγμή νόμισε πως οι κινητήρες ήταν διάφανοι και πως έβλεπε το δίκτυο του νευρικού τους συστήματος. Ήταν ένα δίκτυο πολύ πιο περίπλοκο, πολύ πιο ουσιώδες από την απτή μορφή των συρμάτων και των κυκλωμάτων τους: ήταν οι λογικοί συνειρμοί του ανθρώπινου νου που επινόησε για πρώτη φορά αυτά τα κομμάτια.
Είναι ζωντανές, σκέφτηκε, όμως η ψυχή τους δεν είναι αυτόνομη. Η ψυχή τους βρίσκεται μέσα σε κάθε άνθρωπο που έχει τη δύναμη να πετύχει αυτό το κατόρθωμα. Αν η ψυχή εξαφανιστεί από τη γη, οι μηχανές θα πάψουν να κινούνται, επειδή η δύναμη που τις κρατάει ζωντανές δεν είναι ούτε το πετρέλαιο – που θα ξαναγίνει ακατέργαστο πέτρωμα χωμένο κάτω απ’ τη γη στα βάθη του χρόνου – ούτε οι χαλύβδινοι κύλινδροι – που θα γίνουν κηλίδες σκουριάς στους τοίχους των σπηλαίων πρωτόγονων ανθρώπων –, αλλά η δύναμη της ψυχής και του ανθρώπινου νου, η δύναμης της σκέψης, της επιλογής και του σκοπού.
Ξεκίνησε για την καμπίνα νιώθοντας την ανάγκη να γελάσει, να λυγίσει τα γόνατά της, να τεντώσει ψηλά τα χέρια της, για ν’ απελευθερώσει αυτό το συναίσθημα που δεν είχε άλλον τρόπο να εκφραστεί.Ξαφνικά σταμάτησε. Είδε τον Ρίρντεν να στέκεται στα σκαλοπάτια της πόρτας που οδηγούσε στην καμπίνα. Την κοίταξε σαν να καταλάβαινε τον λόγο της απόδρασής της. Έμειναν ακίνητοι∙ τα σώματά τους έγιναν δύο βλέμματα που διασταυρώθηκαν σ’ ένα στενό πέρασμα. Ο παλμός του σώματός της είχε γίνει ένα με τον παλμό των μηχανών – ένας παλμός που της φάνηκε ότι πήγαζε από κείνον, ένα ρυθμικός χτύπος που εξουδετέρωνε τη βούλησή της. Γύρισαν στην καμπίνα, σιωπηλοί, γνωρίζοντας κι οι δυο το απόκρυφο νόημα εκείνης της στιγμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου