Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Στα γκουλάγκ της προπαγάνδας

Περιχαρή αρκετά εγχώρια ΜΜΕ ενημέρωσαν το κοινό τους πως ο Φιντέλ Κάστρο έκλεισε τα 88, και πως γιόρτασε αυτή τη σημαντική μέρα με φρουτάκια και δωράκια, παρέα με τον πρόεδρο της Βραζιλίας, ο οποίος τον έχει βοηθήσει πολύ εναντίον του «κακού» αμερικανικού εμπάργκο. 

Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε ποια θα ήταν η αντίδραση εκείνου του κοινού, που εξακολουθεί να ενημερώνεται για τον κόσμο και τα θαυμαστά του έργα αποκλειστικά από την τηλεόραση και τον έντυπο Τύπο, αν διαπίστωνε ότι εκείνα που ενώνουν τον εργατικό και εθνικό σοσιαλισμό (ΚΚΕ και ΧΑ για τα ελληνικά δεδομένα), είναι πολλά περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν. Ο αντι-σιωνισμός είναι το ένα ζήτημα για παράδειγμα, μαζί με τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό (ο κακός καπιταλισμός), και τον φιλοσοβιετισμό. Ο συγκεντρωτισμός της οικονομίας κατ’ επέκταση ένας ακόμη συνδετικός κρίκος, και οι τρόποι εδραίωσης των καθεστώτων τους ένας ακόμη, όπως φερ’ ειπείν η δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης. 

Είναι άλλωστε γεγονός κι ας μην διαδίδεται και τόσο πολύ για λόγους που έχουν να κάνουν όχι τόσο με την αγιοποίηση του κομμουνισμού αλλά με την απενοχοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας, πολλά στελέχη της οποίας προέρχονται ιδεολογικά από το σφυροδρέπανο, ότι με σκοπό την τιμωρία όσων είχαν κριθεί ακατάλληλοι για την επανάστασή του και θέλοντας να τους χρησιμοποιήσει για δωρεάν εργασία, ο Φιντέλ Κάστρο ακολουθώντας το παράδειγμα της Μόσχας αλλά και της Σόφιας, αποφάσισε έπειτα από μία κεκλεισμένων των θυρών σύσκεψη της οποίας είχε προεδρεύσει με τη συμμετοχή ανώτερων στελεχών του καθεστώτος του, να δημιουργήσει τη δική του παρακαταθήκη στα γκουλάγκ. 

Το σχέδιο που προέκυψε από εκείνη τη σύσκεψη ήταν η δημιουργία ενός δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης για να θέσει υπό περιορισμό χιλιάδες «ακατάλληλους». Αρχικά το είχε ονομάσει «σχέδιο Φιντέλ», ωστόσο ο Κάστρο θέλησε να αποσυνδέσει το όνομά του από αυτό και έτσι το μετονόμασε σε UMAP (Military Units to Help Production – Στρατιωτικές Φάλαγγες Προώθησης Παραγωγής). 

Οι οδηγίες του Κάστρο ήταν σαφείς: Οι πράκτορές του να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, τη νύχτα, και να συλλαμβάνουν όλους τους άνδρες που δεν ταίριαζαν στο προφίλ του «κατάλληλου». Όλους εκείνους που αποτελούσαν «το απόβρασμα της κοινωνίας», με άλλα λόγια τους γκέη, τους καθολικούς, τους μάρτυρες του Ιεχωβά, τους αγρότες που δεν ήθελαν «κολλεκτιβοποίηση», και λοιπούς απροσάρμοστους και αντιφρονούντες που αποκαλούντο «αντικοινωνικοί» και «αντιπαραγωγικοί».

Οι κυνηγοί του Κάστρο σάρωσαν πόλεις, συνοικίες και γειτονιές και έπιασαν χιλιάδες άτομα, ηλικίας 17 και άνω αυτή τη φορά -γιατί όταν ο Τσε ήταν υπουργός έπιαναν και μωρά παιδιά. Τους πήγαιναν στα αστυνομικά τμήματα με τη δικαιολογία ελέγχου της ταυτότητάς τους και των προσωπικών καρτών που όλοι οι πολίτες της Κούβας έπρεπε να φέρουν πάνω τους. 

Έπειτα κατέληγαν στα κελιά των φυλακών και αργότερα στις εγκαταστάσεις της μυστικής αστυνομίας, σε στάδια, αποθήκες, κλπ. Εκεί τους έπαιρναν φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα και άλλα στοιχεία, και υπό την απειλή όπλων τους έβαζαν να υπογράψουν ομολογία ότι ανήκουν πράγματι στην κλίκα του «αποβράσματος». Η υπογραφή τους ισοδυναμούσε με την απελευθέρωσή τους, μέχρι όμως τη στιγμή που τους καλούσαν να παραστούν στα τρομακτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι δεν υπέγραφαν, παρέμεναν στη φυλακή και πέρναγαν βασανιστήρια, σωματικά και ψυχολογικά, μέχρι να υπογράψουν κι αυτοί. 

Τα στρατόπεδα χτίστηκαν σε απομονωμένες περιοχές της επαρχίας Camagüey. Και θύμιζαν τα αντίστοιχα του Χίτλερ, μόνο που δεν είχαν κρεματόρια. Είχαν ηλεκτροφόρα σύρματα, φράκτες καλωδίων, φρουρούς οπλισμένους με πολυβόλα και εκπαιδευμένα σκυλιά. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί η Κούβα μέχρι τότε. Από το 1965, οι κρατούμενοι έφταναν εκεί είτε με τρένο, λεωφορείο, φορτηγό ή και οχήματα και φορτηγά της αστυνομίας και του στρατού. Τους υποδεχόταν μία επιγραφή που έλεγε πως "η εργασία θα σας κάνει άντρες". Και η άφιξή τους σηματοδοτούσε την έναρξη εξευτελιστικών καταστάσεων, ταπείνωσης, βασανιστηρίων και φυσικά σκληρής εργασίας. Τους έντυναν με ειδικές φόρμες και μπότες, και βεβαίως, τους απαγόρευαν κάθε πρόσβαση σε όπλα. Ήταν δε χωρισμένοι οι «στρατώνες» σε εκείνους που είχαν γκέη, και σε όλους τους υπόλοιπους.

Πολλοί είχαν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν, ενώ άλλοι πέθαναν από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις, ή την πείνα και τις αρρώστιες μιας και εννοείται πως δεν είχαν ιατρική φροντίδα. Τους βίαζαν, τους χτυπούσαν, τους ακρωτηρίαζαν.

Τον Ιούλιο του 1968 η ονομασία «UMAP» έσβησε από τα στρατόπεδα, καθώς το καθεστώς του Κάστρο θέλησε να τα αποκαλεί απλώς «στρατιωτικές φάλαγγες». Έγγραφα και στοιχεία καταστράφηκαν, ενώ ο ηγέτης της Κούβας συνέχιζε να μαζεύει νεαρούς άνδρες που δυσανασχετούσαν με τις πολιτικές του και το κομμουνιστικό όραμά του. Η… καινοτομία ήταν ότι στο εξής θα λάμβαναν και έναν εξευτελιστικό μισθό ως αντάλλαγμα για τις πολλές και σκληρές ώρες εργασίας τους υπό αυτούς τους απάνθρωπους όρους και συνθήκες. Κάτι που ο μεγάλος ηγέτης της αριστεράς αναγκάστηκε να το αποφασίσει έπειτα από τις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. 

Πιστεύεται ότι αυτό το δίκτυο στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα με σκοπό τον εκφοβισμό των ανθρώπων αλλά και την «πρόσληψη» έμψυχου δυναμικού για εργασία. 

Είναι ενδεικτικό ότι ενώ μέχρι το 1959 η Κούβα είχε 4 φυλακές, το δίκτυο του Κάστρο μετράει πάνω από 200 στρατόπεδα.

τίτλος: UMAP: Διαμορφώνουν πολίτες που θα ωφελήσουν την κοινωνία
υπότιτλος: Η υπέροχη πρωτοβουλία του στρατού μας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου