Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Νόμος Επιβίωσης

«Ακούστε κύριε Ρόαρκ, δεν θα θυμώσω μαζί σας. Θέλω μόνο να μάθω. Είστε αποφασισμένος να μου δώσετε αυτή τη δουλειά και ξέρετε ότι μπορείτε να το κάνετε χωρίς να υπογράψετε συμβόλαια εκατομμυρίων. Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τούτο το δωμάτιο, για να καταλάβετε ότι δεν πρόκειται να αρνηθώ. Γιατί λοιπόν δεν μου λέτε την αλήθεια; Για εσάς δεν θα έχει διαφορά, ενώ για μένα είναι πολύ σημαντικό.»


«Τι είναι για εσάς πολύ σημαντικό;»

«Να μην… Κοιτάξτε. Δεν πίστευα ότι θα με ξαναήθελε ποτέ κάποιος. Αλλά εσείς με θέλετε. Εντάξει. Μόνο που δεν θέλω να σκεφτώ ποτέ πια ότι δουλεύω για κάποιον που… που εκτιμάει τη δουλειά μου. Αυτό δεν θα το αντέξω άλλη φορά. Θα νιώσω πιο ήρεμος αν μου πείτε την αλήθεια. Γιατί παίζετε θέατρο μαζί μου; Είμαι ένα τίποτα. Γιατί δεν το λέτε; Ύστερα θα είναι όλα πιο απλά και πιο έντιμα. Και θα σας σέβομαι περισσότερο. Μιλάω ειλικρινά.»

«Τι σου συμβαίνει, παιδί μου; Τι σου έχουν κάνει; Γιατί μιλάς έτσι;»

«Γιατί…» ούρλιαξε ξαφνικά ο Μάλλορυ κι αμέσως η φωνή του ράγισε και συνέχισε ψιθυριστά: «Γιατί πέρασα δύο χρόνια εδώ μέσα» -έδειξε με μια κυκλική κίνηση το δωμάτιο- «δύο ολόκληρα χρόνια… προσπαθώντας να συνηθίσω στο γεγονός ότι όλα όσα προσπαθείτε τώρα να μου πείτε δεν υπάρχουν…»

Ο Ρόαρκ πήγε κοντά του, του έπιασε το σαγόνι και του σήκωσε το κεφάλι. Ύστερα, κοιτάζοντάς τον κατάματα, είπε:

«Είσαι ηλίθιος. Δεν έχεις δικαίωμα να αναρωτιέσαι τι πιστεύω εγώ για τη δουλειά σου, ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ. Παραείσαι σπουδαίος για να σε απασχολούν τέτοια πράγματα. Αφού όμως επιμένεις να μάθεις, πιστεύω πως είσαι ο καλύτερος γλύπτης που έχουμε. Το πιστεύω επειδή οι φιγούρες σου δεν είναι όπως είναι οι άνθρωποι, αλλά όπως θα μπορούσαν, όπως θα έπρεπε να είναι. Επειδή προχώρησες πέρα από το πιθανό και μας έκανς να δούμε τι είναι δυνατό, αλλά δυνατό μόνο χάρη σε εσένα. Επειδή μόνο από τις δικές σου φιγούρες λείπει ολότελα η περιφρόνηση για την ανθρωπότητα. Επειδή έχεις έναν υπέροχο σεβασμό για το ανθρώπινο ον. Επειδή οι φιγούρες σου αντιπροσωπεύουν το ηρωικό στον άνθρωπο. Δεν ήρθα λοιπόν εδώ για να σου κάνω χάρη ή επειδή σε λυπήθηκα ή επειδή έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη από δουλειά. Ήρθα για έναν απλό, εγωιστικό λόγο – τον ίδιο λόγο που κάνει έναν άνθρωπο να διαλέγει την πιο αγνή τροφή που μπορεί να βρει. Είναι νόμος επιβίωσης να αναζητάς το καλύτερο. Δεν ήρθα για σένα. Ήρθα για μένα.»

[...]

Ύστερα έμεινε ακίνητος και χαλαρός, σαν άνθρωπος που έχει περάσει από καιρό το στάδιο του πόνου. Ο Ρόαρκ στεκόταν στο παράθυρο, κοιτάζοντας το άθλιο δωμάτιο και τον ξαπλωμένο νεαρό. Αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε σαν κάτι να περίμενε. Περίμενε μια έκρηξη πάνω από τα κεφάλια τους. Έμοιαζε ανόητο. Έπειτα κατάλαβε. Σκέφτηκε: Έτσι αισθάνονται οι άνθρωποι όταν είναι παγιδευμένοι στον κρατήρα μιας οβίδας∙ αυτό το δωμάτιο δεν είναι ένα περιστατικό φτώχειας, είναι το αποτύπωμα ενός πολέμου∙ είναι η καταστροφή που οφείλεται σε εκρηκτικά πιο ισχυρά από όσα είναι αποθηκευμένα στα οπλοστάσια του κόσμου. Ένας πόλεμος… ενάντια;… Ο εχθρός δεν είχε όνομα και πρόσωπο. Αλλά αυτό το αγόρι ήταν συμπολεμιστής πληγωμένος στη μάχη κι ο Ρόαρκ στεκόταν από πάνω του νιώθοντας κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο, μια επιθυμία να τον σηκώσει στα χέρια και να τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος… Μόνο που η κόλαση και το ασφαλές μέρος δεν είχαν γνωστά ονόματα…

Όταν ο Μάλλορυ άνοιξε τα μάτια και στηρίχτηκε στον έναν αγκώνα του, ο Ρόαρκ τράβηξε την καρέκλα κοντά στο κρεβάτι και κάθισε.

«Και τώρα μίλησε», είπε. «Μίλησε για τα πράγματα που θέλεις στα αλήθεια να ειπωθούν. Μη μου μιλήσεις για την οικογένειά σου, την παιδική σου ηλικία, για τους φίλους ή για τα συναισθήματά σου. Μίλησέ μου για τα πράγματα που σκέφτεσαι…»

Ο Μάλλορυ τον κοίταξε δύσπιστα και ψιθύρισε:

«Πώς το ξέρεις αυτό;» Ο Ρόαρκ χαμογέλασε χωρίς να αποκριθεί. «Πώς ξέρεις τι με σκοτώνει; Σιγά σιγά, από χρόνια, σπρώχνοντάς με να μισώ τον κόσμο, ενώ δεν θέλω να μισώ… Το έχεις νιώσει κι εσύ; Έχεις προσέξει ότι οι πιο στενοί σου φίλοι αγαπούν τα πάντα σε εσένα – εκτός από αυτά που μετράνε; Ότι το πιο σημαντικό που έχεις δεν έχει καμιά αξία για αυτούς; Εννοείς ότι εσύ θέλεις να ακούσεις; Θέλεις να μάθεις τι κάνω και γιατί το κάνω, θέλεις να μάθεις τι σκέφτομαι; Δεν το βρίσκεις βαρετό; Το θεωρείς σημαντικό;»

«Συνέχισε», είπε ο Ρόαρκ.

Κι έμεινε ώρες, ακούγοντας, ενώ ο Μάλλορυ μιλούσε για τη δουλειά του, για τις σκέψεις πίσω από τη δουλειά του, για τις σκέψεις που διαμόρφωναν τη ζωή του – σαν ναυαγός που είχε ξεβραστεί στη στεριά και ρουφούσε άπληστα τον καθαρό αέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου