Κύριε Ρίρντεν”, είπε ο Φρανσίσκο, μ’ ένα μεγαλόπρεπα ήρεμο τόνο, “αν βλέπατε τον Άτλαντα, τον γίγαντα που κρατάει στους ώμους του τον κόσμο, αν τον βλέπατε να στέκεται καταματωμένος, με τα γόνατα να τρεκλίζουν και τα χέρια του να τρέμουν απ’ την προσπάθεια, πασχίζοντας να κρατήσει τον κόσμο ψηλά με την τελευταία ρανίδα της δύναμης που του είχε απομείνει, κι αν, όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο βάραινε η γη πάνω στους ώμους του, τι θα του λέγατε να κάνει;”
“Δεν… δεν ξέρω. Τι… τι θα μπορούσε να κάνει; Εσείς τι θα του λέγατε;
“Να πετάξει τον κόσμο απ’ τις πλάτες του.”