Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Συμμετοχή σε σωματεία: ΚΑΜΙΑ

Η Κίρα πήγε σχολείο στη Γιάλτα. Η τραπεζαρία του σχολείου είχε πολλά τραπέζια. Την ώρα του φαγητού, τα κορίτσια κάθονταν σε αυτά τα τραπέζια δυο δυο, τέσσερα τέσσερα ή δέκα μαζί. Η Κίρα καθόταν πάντα σε ένα γωνιακό τραπέζι – μόνη.

Κάποτε η τάξη της κήρυξε τον πόλεμο σε ένα μικρόσωμο φακιδιάρικο κορτίσι, που είχε δυσαρεστήσει την πιο δημοφιλή συμμαθήτριά τους, μια φωνακλού δεσποινίδα, η οποία είχε ένα χαμόγελο, ένα σφίξιμο του χεριού και μια διαταγή για τον καθένα.

Εκείνο το μεσημέρι στο φαγητό, το γωνιακό τραπεζάκι της τραπεζαρίας φιλοξενούσε δύο μαθήτριες: την Κίρα και το κορίτσι με τις φακίδες. Είχαν μισοφάει τον καλαμποκίσιο χυλό τους όταν τις πλησίασε θυμωμένη η αρχηγός της τάξης.

«Ξέρεις τι κάνεις, Αργκούνοβα;» ρώτησε με μάτια που πετούσαν αστραπές.
«Τρώω χυλό», απάντησε η Κίρα. «Θα καθίσεις;»
«Ξέρεις τι έχει κάνει αυτό το κορίτσι;»
«Δεν έχω ιδέα.»
«Δεν έχεις ιδέα; Τότε γιατί παίρνεις το μέρος της;»
«Λάθος κάνεις. Δεν παίρνω το μέρος της, στρέφομαι ενάντια σε είκοσι οκτώ άλλες.»
«Ώστε νομίζεις ότι είναι έξυπνο να πηγαίνεις κόντρα στην πλειονότητα;»
«Νομίζω ότι όταν κανείς αμφιβάλλει για την αλήθεια, είναι πιο ασφαλές και καλόγουστο να διαλέγει τον αριθμητικά ασθενέστερο από τους αντιπάλους… Μου δίνεις το αλάτι, σε παρακαλώ;»

Σε ηλικία δεκατριών χρονών, η Λύντια ερωτεύτηκε έναν τενόρο της όπερας. Είχε τη φωτογραφία του στην τουαλέτα της με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σε ένα λεπτό κρυστάλλινο βάζο δίπλα της. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, ερωτεύτηκε τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, που μιλούσε στα πουλιά και βοηθούσε τους φτωχούς, κι αυτό την έκανε να ονειρεύεται να μπει σε μοναστήρι. Η Κίρα δεν είχε ερωτευτεί ποτέ της. Ο μόνος ήρωας που ήξερε ήταν ένας Βίκινγκ, που την ιστορία του είχε διαβάσει παιδί∙ ένας Βίκινγκ που τα μάτια του δεν κοίταζαν ποτέ πέρα από την αιχμή του σπαθιού του, μα αυτή η αιχμή δεν γνώριζε όρια∙ ένας Βίκινγκ που προχωρούσε στη ζωή σπάζοντας φράγματα και θερίζοντας νίκες, που περπατούσε μέσα στα ερείπια, ενώ ο ήλιος έστεφε το κεφάλι του, που περπατούσε ανάλαφρος και στητός χωρίς να συνειδητοποιεί το βάρος του∙ ένας Βίκινγκ που χλεύαζε τους βασιλιάδες, που χλεύαζε τους ιερείς, που κοίταζε τον ουρανό μόνο όταν έσκυβε να πιει νερό από ένα ρυάκι του βουνού και εκεί, πάνω στο καθρέφτισμα του ουρανού, έβλεπε και την ίδια του την εικόνα∙ ένας Βίκινγκ που ζούσε μόνο για τη χαρά, το θαύμα και τη δόξα του θεού που ήταν ο εαυτός του. Η Κίρα δεν θυμόταν τα βιβλία που είχε διαβάσει πριν από αυτόν τον θρύλο και δεν ήθελε να θυμάται όσα διάβασε μετά. Αλλά όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, θυμόταν το τέλος του θρύλου: όταν ο Βίκινγκ στάθηκε σε έναν πύργο πάνω από μια πόλη που είχε κατακτήσει. Ο Βίκινγκ χαμογέλσασε, όπως χαμογελούν οι άνθρωποι όταν κοιτάζουν τον ουρανό∙ μόνο που αυτός κοίταζε προς τα κάτω. Το δεξί του μπράτσο σχημάτιζε ευθεία γραμμή με το χαμηλωμένο του σπαθί∙ το αριστερό του μπράτσο, ίσιο σαν σπαθί, ύψωνε ένα κύπελο κρασί προς τον ήλιο. Οι πρώτες ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου, πριν ακόμα αγγίξουν τη γη, χτυπούσαν το κρυστάλλινο κύπελο. Φεγγοβολούσε σαν άσπρη δάδα. Οι λάμψεις του φώτιζαν τα πρόσωπα αυτών που στέκονταν από κάτω. «Για μια ζωή», είπε ο Βίκινγκ, «που δεν θα έχει άλλο λόγο ύπαρξης εκτός από την ίδια τη ζωή».

«Ώστε δεν είσαι μέλος κανενός συνδικάτου, πολίτισσα;» είπε ο Σοβιετικός υπάλληλος. «Κακό αυτό, πολύ κακό. Τα συνδικάτα είναι οι ατσάλινες κολόνες του μεγάλου κτιρίου που λέγεται κράτος, όπως είπε ο… τέλος πάντων, όπως είπε ένας από τους μεγάλους μας ηγέτες. Τι είναι ο πολίτης; Απλά ένα τούβλο που είναι άχρηστο, αν δεν χτιστεί μαζί με άλλα ίδια τούβλα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου