Η παγιωμένη και ισχυρή εντύπωση είναι πως η Ευρώπη αποτελεί κάτι σαν αντίπαλο δέον της Ρωσίας, πως οι δυο τους έχουν πολλά παραπάνω να χωρίσουν από όσα τους ενώνουν. Η ανάλυση του European Council on Foreign Relations (ECFR) εξηγεί γιατί αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Είναι μία αναφορά 74 σελίδων, η οποία δημοσιεύτηκε το 2007, πριν ακόμα η οικονομική κρίση κάνει την εμφάνισή της στην Ευρωζώνη και πριν την κρίση στην Ουκρανία αλλά και τον πόλεμο της Γεωργίας, και περιγράφει το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει από τότε αρχίσει πρακτικά να συμπεριφέρεται ενισχυτικά και βοηθητικά υπέρ της ολοένα και αυξανόμενης σε δυναμική Ρωσίας. Αυτή η καθοριστική αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων εντοπίζεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, στην ανομοιογένεια της ΕΕ και την αδυναμία της να εμφανίζει παντού μία ενιαία φωνή.
Η αδυναμία (ή απροθυμία) της ΕΕ να πετύχει μία ενιαία πολιτική έναντι της Ρωσίας, επέτρεψε στο Κρεμλίνο να μεγαλώσει τον μοχλό πίεσης απέναντί της πότε υπογράφοντας διμερείς ενεργειακές συμφωνίες, πότε παίζοντας το χαρτί του Κοσόβου, τη σπουδαιότητα της γειτνίασης και την τυχόν εξάπλωση των πυρηνικών.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Ινστιτούτου, οι κυβερνήσεις της ΕΕ είναι χωρισμένες σε δύο κύριες προσεγγίσεις απέναντι στη Ρωσία. Η μία προσέγγιση βλέπει τη Ρωσία ως απειλή που όμως πρέπει να αντιμετωπιστεί πάνω στη λογική του «ήπιου περιορισμού», ενώ η άλλη βλέπει τη χώρα ως ενδεχόμενο συνέταιρο που μπορεί να μεταρρυθμιστεί πάνω στη λογική της «αναδυόμενης ενσωμάτωσης» εντός του ευρωπαϊκού συστήματος.
Από εκείνον τον διαχωρισμό προκύπτουν πέντε ξεχωριστές κατηγορίες χωρών.
Από τη μία είναι Ελλάδα και η Κύπρος που αναφέρονται στην έρευνα ως «δούρειοι ίπποι» με τις κυβερνήσεις τους να υπερασπίζονται συχνά θέσεις που ευνοούν τα ρωσικά συμφέροντα, και που είναι πρόθυμες να βάζουν βέτο σε ευρωπαϊκές αποφάσεις. Το παραπάνω τεκμηριώνεται από γεγονότα όπως το ότι η Κύπρος είναι ο μεγαλύτερος «επίσημος» επενδυτής στη Ρωσία, εξαιτίας του μεγέθους των ρωσικών κεφαλαίων που φυλάγονται στο νησί. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία περιγράφονται ως «στρατηγικοί συνέταιροι» με τις κυβερνήσεις τους να έχουν δομήσει ειδικές διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, κάτι που κάποιες φορές πηγαίνει κόντρα στους στόχους της ΕΕ σε επίπεδο ενιαίας πολιτικής για τομείς όπως είναι η ενέργεια ή η πολιτική της σε θέματα γειτνίασης.
Δέκα χώρες –Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβακία, Σλοβενία και Πορτογαλία- χαρακτηρίζονται ως «φιλικοί πραγματιστές» αφού οι κυβερνήσεις τους έχουν μικρότερο δέσιμο με τη Ρωσία αλλά σημαντική παρόλαυτά σχέση μαζί της, προτάσσοντας κατά κανόνα εταιρικά συμφέροντα. Στη Βουλγαρία για παράδειγμα, υπάρχουν στενοί οικονομικοί δεσμοί με τη ρωσική Lukoil. (σ.σ.: Ωστόσο είναι ένα ερώτημα αν η Φινλανδία ανήκει σε αυτή την κατηγορία αφού από την Ουκρανική κρίση και μετά, η χώρα φοβάται πως θα μπορούσε να δει και στα δικά της τα εδάφη ανάλογη συμπεριφορά, ως εκ τούτου υπάρχει η εκτίμηση πως θα γίνει το επόμενο μέλος του ΝΑΤΟ με κάτι που όμως η Ρωσία ήδη έχει εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία της.)
Η ανάλυση παραθέτει και εννέα ακόμη χώρας –Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Λετονία, Ολλανδία, Σουηδία, Ρουμανία και Ηνωμένο Βασίλειο- ως «παγωμένους πραγματιστές».
Αν και εκείνες κρατούν ψηλά στην ατζέντα τα εταιρικά τους συμφέροντα, δεν διστάζουν να ασκούν κριτική στη Ρωσία για τις παραβιάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία.
Τέλος, υπάρχουν και δύο χώρες ακόμα, η Πολωνία και η Λιθουανία οι οποίες και περιγράφονται ως «νέες ψυχροπολεμικές» καθώς έχουν υιοθετήσει ανοιχτά εχθρική αντιμετώπιση απέναντι στη Μόσχα, και είναι πρόθυμες να ασκούν το βέτο εναντίον των διαπραγματεύσεων της ΕΕ μαζί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου