Θα ήταν ίσως καλά αν μπορούσαμε να περνούμε περισσότερες ώρες την ημέρα και τη νύχτα χωρίς κανένα εμπόδιο ανάμεσα στο σώμα μας και στα ουράνια σώματα, αν ο ποιητής δε μας μιλούσε τόσο συχνά κάτω από στέγη και αν ο άγιος δεν είχε κι αυτός το σπίτι του.
Τα πουλιά δεν τραγουδούνε στις σπηλιές, ούτε τα περιστέρια βρίσκουνε την αθωότητά τους στους περιστερεώνες.
Όμως αν κανείς αποφασίσει να φτιάξει σπίτι για να μείνει πρέπει να χρησιμοποιήσει και λίγο αμερικάνικο κοινό νου, μην τύχει και βρεθεί ξαφνικά σ’ ένα γηροκομείο, σ’ ένα λαβύρινθο, σ’ ένα μουσείο, σε μια φυλακή, ή σ’ ένα λαμπρό μαυσωλείο. Πρέπει πρώτα να σκεφτεί κανείς πιο είναι το απλούστερο είδος σπιτιού, το πιο απαραίτητο.
Έχω δει Ινδιάνους, σ’ αυτήν εδώ την πόλη, να ζούνε σε σκηνές από ύφασμα, ενώ το χιόνι γύρω τους φτάνει σε ύψος τριάντα το λιγότερο εκατοστά, και σκέφτηκα πως θα ήταν ευχαριστημένοι αν το χιόνι ήταν ακόμα πιο ψηλά, για να μην μπαίνει αέρας μέσα. Άλλοτε, η σκέψη πώς να κερδίσω τίμια τη ζωή μου, αρκετά ελεύθερα έτσι που να μπορώ να κάνω και τα πράματα που ήθελα, με στενοχωρούσε πολύ περισσότερο από σήμερα, γιατί δυστυχώς έχω γίνει τώρα πολύ πιο χοντρόπετσος. Κάθε φορά λοιπόν που έβλεπα στο σιδηροδρομικό σταθμό ένα μεγάλο κιβώτιο όπου φύλαγαν οι εργάτες τα εργαλεία τους (κάπου δύο μέτρα μακρύ και ένα μέτρο ψηλό) σκεπτόμουνα πώς θα μπορούσα να βρω ένα τέτοιο κιβώτιο με ένα δολάριο. Όταν τα πράματα θα πήγαιναν πολύ άσχημα, θα μπορούσα να κάνω τρύπες για να αναπνέω και να χώνουμαι εκεί μέσα όταν έβρεχε, ή για να κοιμηθώ με την ψυχή μου ελεύθερη. Αυτό δεν μου φαινόταν η χειρότερη λύση. Θα μπορούσα να κοιμάμαι όσο αργά ήθελα και το πρωί να βγαίνω έξω χωρίς το φόβο πως κάποιος σπιτονοικοκύρης θα με κυνηγήσει για το νοίκι. Πολλοί άνθρωποι ζούνε σε αδιάκοπη αγωνία γιατί πληρώνουνε νοίκι σε ένα μεγαλύτερο και πολυτελέστερο κουτί απ’ αυτό που είδα, μα και δε θα πέθαιναν από κρύο στο δικό μου κουτί. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Η οικονομία είναι ένα θέμα που δεν μπορεί κανείς να παίζει μαζί του.